Σελίδες


Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

Καππαδοκικό παραμύθι

Ο φτωχός και ο πλούσιος

Σε ένα χωριό της Ανατολής ζούσε κάποτε μία πολύ φτωχή οικογένεια που είχε εφτά παιδιά. Για σπίτι είχανε ένα καλύβι σκεπασμένο με καλαμιές και γύρω γύρω πάλι φυλαγμένο με καλαμιές.
Το ψωμί της οικογένειας ήταν πάντα λιγοστό. Όταν βοηθούσε η τύχη φώναζαν τον πατέρα για δουλειά και για μεροκάματο, του δίνανε ένα ψωμί ή καμπόσο αλεύρι. Το αλεύρι που μαζεύονταν η μάνα το ζύμωνε και το φούρνιζε μέσα σ ' ένα λάκκο που είχαν στο καλύβι, και χρησίμευε σαν θερμάστρα για το χειμώνα.

Την ημέρα που ήταν η μάνα να ετοιμάσει το ψωμί γύρω γύρω τα  παιδιά περίμεναν πότε θα ξεφουρνίσει η μάνα και έτρωγαν τη μερίδα τους πριν καλά καλά κρυώσει. Μες το καλύβι ήταν μεσ' τη χαρά. Μετά το ψωμοφάγι τα παιδιά τραγουδούσαν και χόρευαν χωρίς σταμάτημα. Η μάνα και ο πατέρας βλέποντας τα παιδιά χορτάτα και χαρούμενα έπαιρναν κι αυτοί τη δική τους χαρά. . Τα τραγούδια είχαν δικά τους λόγια απλά και αληθινά:

«Έχουμε καλό ψωμί σήμερα είναι γιορτή έχει το ψωμί αλάτι νοστιμίζει το ψωμάκι».

Όλη η οικογένεια κοιμούνταν πάνω στο ίδιο αχυρένιο στρώμα που δεν μαζεύονταν ποτέ, και σκεπάζονταν με το ίδιο πάπλωμα γεμισμένο με μαλλί. Σε μία άκρη ξάπλωνε ο πατέρας, δίπλα του η γυναίκα, πάρα δίπλα το μωρό και στην άλλη άκρη το μεγαλύτερο παιδί της φαμελιάς. Η πιο μεγάλη έγνοια των γονιών ήταν να κοιμούνται χορτασμένα τα παιδιά τους για να μην κλαίνε το πρωί με το ξύπνημα.
Η μόνη περιουσία της φαμελιάς ήτανε μία κότα που γεννούσε κάθε μέρα ένα αυγό που το έτρωγε ένα από τα παιδιά. Όταν στο καλύβι δεν βρίσκονταν τίποτε άλλο για φαγητό, έτρωγαν όλοι μαζί το αυγό για να
ξεγελάσουν την πείνα τους. Αλλοι έτρωγαν το ασπράδι και άλλοι το κρο-κάδι και παράπονο δεν έκανε κανένας.

Κάποια μέρα το παιδί που είχε τη σειρά του, περίμενε το κακάρισμα της κότας και πήγε να πάρει το αυγό του.
Αυτό όμως ήτανε μικρό σαν αυγό πέρδικας. Το παίρνει και πηγαίνει στενοχωρημένο στη μάνα του.
— Μάνα είμαι άτυχος λέει. Αυτό το αυγό δεν φτάνει ούτε για μια μπουκιά. Κρίμα που περίμενα και έκανα όρεξη.
— Δεν πειράζει, λέει η μάνα. Την άλλη φορά μπορεί το αυγό σου να είναι μεγάλο σαν της χήνας. Και το έβαλε στο μπρίκι για να βράσει. Όταν μετά από λίγο κατεβάζει το μπρίκι από τη φωτιά η μάνα βλέπει πως το αυγό είχε γίνει κίτρινο σαν το χρώμα του χρυσού.
Κάνει να το πιάσει με το χέρι και βλέπει πως ήτανε σκληρό, καυτερό και γυαλιστερό! Αφήνει το αυγό να κρυώσει και βλέπει πως ήτανε βαρύ και σκληρό σαν σίδερο. Δεν έσπαγε με τίποτα.
Μάνα και παιδί έμειναν με την απορία μέχρι να έρθει ο άνδρας του σπιτιού, ο οποίος βλέπει το αυγό και λέει:
— Αυτό γυναίκα μοιάζει με χρυσάφι. Αύριο θα πάω στον σαράφι να ρωτήσω, γιατί εγώ δεν ξέρω από τέτοια!
Την άλλη μέρα παίρνει το κίτρινο αυγό και πηγαίνει στον σαράφι. Είπε την ιστορία, πως βρέθηκε στα χέρια του αυτό το πράμα και περίμενε.
Ο σαράφης το παίρνει, το δαγκώνει λίγο, το κοιτάζει καλά και ξαναρωτάει για να μάθει καλύτερα την υπόθεση.
— Αυτό είναι χρυσάφι, λέει. Είσαι τυχερός που η κότα σου γεννάει χρυσαφένια αυγά. Εγώ όμως δεν το αγοράζω γιατί φοβάμαι. Όπως ήταν αυγό και έγινε χρυσάφι, έτσι μπορεί να γίνει πάλι αυγό μετά από μία ώρα. Αν θέλεις να μου το δώσεις το παίρνω για χατίρι και σου δίνω δύο γρόσια για να αγοράσεις ένα ψωμί για τα παιδιά σου.
— θα ρωτήσω τη γυναίκα μου, λέει ο φουκαράς, και γυρίζει πίσω με το χρυσό αυγό στο χέρι.
Αφού το συζήτησε με τη γυναίκα του που δεν είχε ιδέα από χρυσάφια και θησαυρούς, το έκρυψε κάτω από το αχυρένιο στρώμα του.
Αραιά και που κοίταζε αν βρίσκεται στη θέση του το αυγό και αν
άλλαξε το χρώμα του. Όσο περνούσε ο καιρός το αυγό χρύσιζε πιο πολύ.

Αρκετά πιο πέρα από το καλύβι του φτωχού ήταν το παλάτι ενός πλούσιου, που δεν είχε παιδιά. Το βίος του ήταν αμέτρητο.

Είχε απέραντες εκτάσεις δικές του και πολλά κοπάδια ζωντανά. Στη δούλεψη του κρατούσε γραμματικούς επιστάτες, εργάτες και υπηρέτες.
Στην αυλή του είχε μία βρύση κοντά σε τρεις λεύκες που έτρεχε νύχτα μέρα κρυστάλλινο νερό. Έλεγαν πως τις νύχτες μέχρι τα ξημερώματα τραγουδούσαν και χόρευαν εκεί γύρω νεράιδες όμορφες για χάρη του νοικοκύρη τους.
Στο μεγάλο δωμάτιο του παλατιού, όπου έμπαιναν λίγοι άνθρωποι
έλεγαν πως κατέβηκε ο δεύτερος ουρανός. Από πάνω είχε ζωγραφισμένα το φεγγάρι, τ' αστέρια και άλλα ουράνια σώματα και στα πλάγια από τη μεριά της Ανατολής αντί για παράθυρο είχε ζωγραφιστό έναν ήλιο χαμογελαστό. Ήταν ένας ουρανός που δε βρέχει ούτε χιονίζει ποτέ.
Δίπλα στην εξώπορτα της αυλής είχε μία μαρμάρινη βάση με δύο σκαλιά στη μία μεριά. Εκεί τραβούσαν οι υπηρέτες το άλογο το ραχβανί* για να καβαλήσει ο πλούσιος και να πάει στις δουλειές και τις υποθέσεις του.
Το πλούτος του φτωχού ήταν τα παιδιά του και οι χίλιες χαρές που έρχονταν μαζί με αυτά.
Το πλούτος του πλούσιου ήταν τα αμέτρητα χτήματα και το βίος του. Έλεγαν πως με όλα αυτά που έχει δεν είναι ευχαριστημένος γιατί του λείπουν οι αληθινές χαρές της ζωής, τα παιδιά.
Ανάμεσα στον πλούσιο και το φτωχό δεν υπήρχε τίποτα κοινό. Μερικές μέρες μόνο πήγαινε ο φτωχός και δούλευε εργάτης στα χτήματα του πλούσιου, για να οικονομήσει λιγοστό αλεύρι για τα παιδιά του. Είχε όμως ένα μεγάλο και βασανιστικό παράπονο ο φτωχός από τον πλούσιο. Ήθελε να τον χαιρετάει όταν καβάλα στο άλογο περνούσε από το δρόμο μπροστά από το καλύβι του.
Όταν τον έβλεπε ο φτωχός να έρχεται από μακριά με τους σωματοφυλακές του από πίσω, πήγαινε προς το δρόμο και περίμενε να πάρει χαιρετισμό, και να τον ανταποδώσει.
Ποτέ όμως δεν άκουσε την καλημέρα του. Ο πλούσιος περνούσε κρατώντας το κεφάλι ψηλά και το μάτι καρφωμένο μπροστά χωρίς να καταδεχτεί ποτέ του να στρίψει το πρόσωπο και να δώσει την καλημέρα του.

Ζούσαν στον ίδιο τόπο, την ίδια γειτονιά και περίμενε, ήθελε την καλημέρα του πλουσίου σαν μεγάλη χάρη.
Ήρθε πέρασε ο καιρός και κύλησαν τα χρόνια χωρίς να σβήσει ο καημός του φτωχού. Έπεσε άρρωστος στο κρεβάτι και τον πήραν οι συλλογισμοί. Έπρεπε να ετοιμάσει τον εαυτό του για τον άλλο κόσμο. Για να κάνει την ετοιμασία αυτή ήταν ανάγκη να τακτοποιήσει δύο υποθέσεις,
Η μία ήταν να ακούσει έναν χαιρετισμό από τον γείτονα και η άλλη ήταν να μοιράσει το χρυσό αυγό, που το δικαιούνταν τα παιδιά και η γυναίκα του.
Για τη μοιρασιά σκέφτονταν πολύ καιρό και λύση δεν εύρισκε. Πώς να κομματιάσει το χρυσό αυγό; Πώς να το μοιράσει δίκαια στη γυναίκα και τα παιδιά του; Φοβούνταν μήπως χωρίς να το θέλει αδικήσει κάποιον απ' όλους και δεν τολμούσε να αποφασίσει.
Κάποια στιγμή του ήρθε μία ιδέα. Στέλνει το μεγάλο παιδί του και προσκαλεί τον πλούσιο να έρθει εξάπαντος στο καλύβι του.
«Σε θέλει, λέει για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή του για κάτι που είναι ανάγκη». Ο πλούσιος έκανε την χάρη και ήρθε στο καλύβι. Ο φτωχούλης ήταν ξαπλωμένος πάνω στο αχυρένιο στρώμα του άρρωστος αδύναμος βαρύς. Έκανε να ανακαθίσει αλλά δεν είχε δυνάμεις.
«Καλώς καταδέχτηκες να μπεις στο καλύβι μου γείτονα, λέει. Ήρθαν, πέρασαν τα χρόνια και φεύγω για τον άλλο κόσμο. Έχω όμως ένα καημό και θέλω να στο μολογήσω. Πέσ' μου γιατί ποτέ σου δε γύρισες το πρόσωπο να μου δώσεις την καλημέρα σου; Ήθελα πολύ να την ακούσω από το στόμα σου, γιατί η καλημέρα είναι του Θεού και σ' όποιον την λες ανθίζει. Για να μη φύγω από τον κόσμο μ' αυτό το μεγάλο παράπονο σε κάλεσα να 'ρθεις και να με αποχαιρετίσεις αφού δεν θέλησες ποτέ σου να με χαιρετήσεις. Μου έκανες μεγάλη τιμή που ήρθες στο κάλεσμα του αποχαιρετισμού. Επειδή η πράξη σου αυτή έχει για μένα μεγάλη αξία, πάρε τούτο το αυγό που βασανίστηκα πολύ να το μοιράσω δίκαια αλλά δεν τα κατάφερα. Μου είναι τόσο βαρύ που δεν μπορώ να το σηκώσω. Αγκιστρώνει την ψυχή μου εδώ στο χώμα και δεν την αφήνει να πετάξει στα ουράνια και να περάσει εύκολα τα τελώνια».
Απλωσε το χέρι, και ακούμπησε το αυγό, στην παλάμη του πλούσιο γείτονα που έμενε άλαλος και αμήχανος. Καθώς είπε τα τελευταία λόγια άφησε και την ύστερη πνοή του.
Ο πλούσιος κοίταξε γύρω τριγύρω του. Απόθεσε το χρυσό αυτό εκεί δίπλα στο αχυρόστρωμα και με σκυφτό κεφάλι ορθώθηκε για να δώσει τον χαιρετισμό που χρωστούσε σ' όλη του τη ζωή. Καθώς άπλωνε βαριά τα βήματα για να φύγει τον άκουσαν που έλεγε:
— «Αν ένα τόσο μικρό κομμάτι χρυσό δίνει τόσο πολύ βάρος στην •ψυχή και δεν την αφήνει να πετάξει, πώς θα πετάξει η δική μου όταν έρθει η ώρα εκείνη με τα τόσα χρυσάφια που έχω παραχωμένα;»
Από τότε ο ακατάδεχτος πλούσιος έγινε αλλιώτικος άνθρωπος. Ήτανε καταδεχτικός, συμπαθητικός και δεν έλειψε η καλημέρα του Θεού από το στόμα και την καρδιά του.
Και εκείνοι έζησαν καλά κι εμείς καλύτερα

ραχβανί = άλογο με καλό περπάτημα


Πηγή: http://www.kappadokes.gr/greek/customs/stories/stories_gr1.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου