Σελίδες


Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

"ΤΕΜΠΕΛΕΚΙΑ" - Τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα της Νέας Βύσσας


Της Ελένης Φ. Φιλιππίδου

Εισαγωγή

Τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα της Νέας Βύσσας έχουν μια ιδιαίτερη ονομασία. Είναι τα λεγόμενα "Τεμπελέκια" ή "Τιμπελέκια", τα οποία τελούνται την παραμονή και ανήμερα των Χριστουγέννων. Η ονομασία "Τεμπελέκια" οφείλεται στο συνοδευτικό όργανο του τραγουδιού των παλληκαριών, το λεγόμενο "Τεμπελέκι" ή "Νταϊρέ". Ο "Νταϊρές" είναι ο λεγόμενος νταχαρές ή καλύτερα το γνωστό ντέφι.
Οι συμμετέχοντες

Από το 1940 τα παλληκάρια της Νέας Βύσσας, οργανώνονταν σε "τσέτες", σε παρέες δηλαδή των 12 ατόμων, που συμβόλιζαν τους 12 Αποστόλους του Χριστού. Την "τσέτα" συνόδευε πάντα και ο "Καμηλάρης". Ο "Καμηλάρης" ήταν ένα μεταμφιεσμένο παλληκάρι, ντυμένο με προβιές ζώων και μάσκα φτιαχτή, υφασμάτινη στο πρόσωπο, ώστε να μην αναγνωρίζεται. Στη μέση ήταν ζωσμένο με κουδούνια, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να αναγγείλει το μήνυμα της γέννησης του Χριστού και κρατούσε μια μεγάλη ξύλινη "παλούκα". Ο "Καμηλάρης" ήταν ο προστάτης της "τσέτας" από τις επιθέσεις των σκυλιών αλλά και από οποιοδήποτε άλλο "εχθρό".

Η φορεσιά
Οι συμμετέχοντες στα "Τεμπελέκια", εκτός από τον "Καμηλάρη", ο οποίος φορούσε ειδική αμφίεση, φορούσαν την ακόλουθη στολή:
- Ένα κουστούμι της εποχής εκείνης, (παντελόνι, σακάκι, πουκάμισο).
- Τραγιάσκα στο κεφάλι.
- Το παλληκαρίσιο μαντήλι, ριγμένο στη πλάτη, γύρω από το λαιμό με τα δυο του άκρα να πέφτουν μπροστά στο στήθος.
- Ένα πράσινο κλωνάρι κισσού, καρφιτσωμένο πάνω στο σακάκι στο μέρος της καρδιάς, το οποίο λέγεται ότι συμβόλιζε τη γονιμότητα. Τα φύλλα του κισσού ήταν επιχρυσωμένα, "βαρακομένα", όπως τα λένε στη Βύσσα.

Η σκοπιμότητα
Τα παλληκάρια της Νέας Βύσσας συμμετείχανε στα "Τεμπελέκια" για τρεις κυρίως λόγους:
1) γιατί έτσι θέλει το έθιμο,
2) για να συγκεντρώσουν χρήματα
3) για να έρθουν σε επαφή τα μέλη της "τσέτας" με τις κοπέλες που τα περίμεναν στα σπίτια τη μέρα αυτή και να αρχίσουν τα προξενιά.

Ο αγερμός
Τα "Τεμπελέκια" είχαν αγερμικό χαρακτήρα. Όλα ήταν κανονισμένα προ ημερών. Πού θα πάνε, σε ποιο σπίτι πρώτα, σε ποιο ύστερα, από ποιες αυλές θα περάσουν. Τα παλληκάρια γυρνούσαν όλα τα σπίτια του χωριού και έψαλλαν Χριστουγεννιάτικα κάλαντα. Άλλα έψαλλαν στο δρόμο, άλλα στην είσοδο, του σπιτιού, άλλα μέσα στο σπίτι, άλλα επαινούσαν το νοικοκύρη, άλλα τη νοικοκυρά, άλλα τον παππού, άλλα τη γιαγιά, άλλα τη θυγατέρα, άλλα το στρατιώτη, άλλα το νιόπαντρο κ.ο.κ. Ο καθένας είχε το δικό του τραγούδι.
Πριν ξεκινήσουν τον αγερμό τραγουδούσαν το τραγούδι του Χριστού (στο δρόμο):

"Χριστός γεννιέτι, χαρά στον κόσμο, στα παλληκάρια κι στα κουρίτσια, στις παντριμένις, τσ' αρρβουνιασμένις.. Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες η Παναγιά μας κοιλοπονούσε. Κοιλοπονούσε, παρακαλούσε όλους τους Άγιους, τους Αποστόλους. Τρεις Αρχαγγέλοι για μύρο τρέχουν, τρεις Αποστόλοι μαμή γυρεύουν. Κι ώσπου να πάνι κι ώσπου να έρτουν η Παναγιά μας ξηλητηρώθει. Μέσα στις δάφνες, μέσ' τα λουλούδια, κάνει το γήλιο με το φεγγάρι κάνει το σπίτι, το νοικοκύρη, τη φαμελιά του, με τα παιδιά του με τα εγγόνια, τα προσεγγόνια."


Στο δρόμο έψαλλαν το τραγούδι του Έρωτα:
"Αντίκρισα το γέροντα σ' ένα στενό σοκάκι τριαλαλόμ, τριαλαλαλόμ. Στάθηκα κι τον ρώτησα πως πιάνεται η αγάπη τριαλαλόμ, τριαλαλαλόμ. Από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει τριαλαλόμ, τριαλαλαλόμ. Κι από τα χείλη στη καρδια, Ριζώνει και δε βγαίνει τριαλαλόμ, τριαλαλαλόμ. Κι αν ρίζωσε, κλωνάρισε έκανε ένα λουλούδι τριαλαλόμ, τριαλαλαλόμ. Κι όποιος το μοσχομύρισε αγάπη δε χορταίνει τριαλαλόμ, τριαλαλαλόμ."

Μόλις έφταναν στην αυλή του σπιτιού, που είχε κορίτσι της παντρειάς, άρχιζαν το:
"Δεν ακούς πιριστιρούδα μου ήρθα στου μαχαλά σου, χρυσή κουρδέλα σι 'φιρα να, να δέσεις τα μαλλιά σου. Ανοιξι κυρά μ’ την πόρτα σου, την πόρτα σ' την καρένια, έχου δυο λόγια να σι πω κι κείνα ζαχαρένια."


Στη συνέχεια, όλα τα παλληκάρια έμπαιναν μέσα στο σπίτι. Κάθονταν στον μεγάλο "ουντά", στο "χαγιάτ(ι)"και μπροστά σε όλα τα μέλη του σπιτιού έλεγαν και τα ανάλογα τραγούδια, αρχικά όμως τραγουδούσαν το τραγούδι του Χριστού.

Τραγούδι του Χριστού (μέσα στο σπίτι):
"Αρχην τα δόξα το Χριστό, Χρίστος τώρα γεννιέτι, γεννιέτι κι βαφτίζιτι στους ουρανούς απάνου, και πάλι θέλ' να κατεβεί στο θρόνο να καθίσει, στο μόσχο και στο λίβανο και στη πολλή θυμιάμα, το μόσχο έχουν άρχοντες και την πολλή θυμιάμα."


Τραγούδι του αφέντη:
"Εδώ ήρθαμε για να παίξουμε στ' αφέντη μας τις πόρτες που έχει αυλές μαρμαρωτές και σπίτια χρυσομένα και τα παραθυρίτσια του μαρμαροκεντημένα που μέσα χύνει το φλουρί και απ’ έξω το λογάρι, στου λογαριού μας τον αχνό κοιμάτι γιος αφέντης, κοιμάτι κι νειριάζιτι πόσες χιλιάδις έχει, μι το κιλό τα μέτρισι, μες το σαπέτ' τα βάζει, μι κειν' του καλουμέτρημα κιρνάει τα παλληκάρια. Κέραστα αφέντη μ' κέραστα να πιούνι στην υγειά σου, να πιουν, να ξεβραχνιάσουνι, να λεν καλά τραγούδια."


Τραγούδι της κυράς:
"Κυρά μ' χρυσή, κυρά μ' 'ργυρή, κυρά μαλαματένια κυρά μ' όταν στολίζεσαι έχεις χαρά μεγάλη, έχεις τον ήλιο πρόσωπο και το φέγγαρι ακαίριο το άστρο τον αυγερινό καθάριο δαχτυλίδι."


Τραγούδι του άρχοντα και της αρχόντισσας (του παππού και της γιαγιάς):
"Αρχόντς μι την αρχόντισσα στη σκάλα κατεβαίνει, όσα σκαλοπατήματα, τόσα λόγια της λέει. Έχεις στη ρόκα σου μαλλί, στ' αδράχτι σου κανέλα κι στο ζαλούφι σου μπουρμά, καρφίτσα κουκαλένια."


Τραγούδι για το αρραβωνιασμένο παλληκάρι:
"Το παλικάρι τ’όμορφο παέν ν’αρραβωνιάσει, στην μιαν την τσέπη το φλουρί, στην άλλη το μαργαρτάρι, σαλντάει να βγάλει το φλουρί βγάζει το μαργαριτάρι."


Τραγούδι για το αρραβωνιασμένο κορίτσι:
"Μια πέρδικα στου μαχαλά κουντεύει ννα πιτάξει, μιτάξι κι αν καλάμιζε, σύρμα κι αν μασουρίζει, στους ουρανούς του μάζιυει, στουν κάμου του τυλίζει κι μεσ' τη μέσ' τη θάλασσά στήνει τουν αργαλειό της. Μαλαματένιος αργαλειός, μαλαματένιο χτένι, μαλαματένια πέρδικα που κελαηδεί και 'φαίνει."


Μετά το τέλος των τραγουδιών, κάποιο μέλος της "τσέτας", πετούσε στο πάτωμα το "νταϊρέ" του και μέσα σε αυτό έριχνε χρήματα ο αφέντης του σπιτιού και έδινε και κάποιες δραχμές και στο "Καμηλάρη". Στη συνέχεια οι νοικοκυρές κερνούσαν τα παλληκάρια ένα ποτήρι κρασί με μια φέτα λεμόνι λεμόνι, καθώς και ένα κομματάκι τυρί.
Βγαίνοντας από το σπίτι για να πάνε στο επόμενο, τα παλληκάρια τραγουδούσαν:
"Π’ αρχοντικό κι αν βγήκαμι, σ’ αρχοντικό θα πάμι."


Από το χθες στο σήμερα
Σήμερα τα "Τεμπελέκια" δεν έχουν την αίγλη, που είχαν παλιότερα. Λίγες ομάδες, αποτελούμενες από 4-5 άτομα, ή και μεμονωμένα άτομα καμιά φορά, γυρνάνε ορισμένα σπίτια του χωριού και ψάλλουν κάποιους στίχους τραγουδιών, με απώτερο σκοπό τη συγκέντρωση όσο το δυνατόν περισσότερων χρημάτων. Το γεγονός δεν είναι κατακριτέο, άλλωστε και η κοινωνία δεν παραμένει σταθερή, αλλά εξελίσσεται επηρεαζόμενη από τις εκάστοτε συνθήκες. Έτσι σήμερα οι συνθήκες του παρελθόντος που ευνοούσαν την τέλεση των δρωμένων έχουν εκλείψει. οι άνθρωποι δεν πιστεύουν πια σε προλήψεις και δεισιδαιμονίες και η άποψη "έτσι πρέπει" ή "έτσι το θέλει το έθιμο" δεν γίνεται πια αποδεκτή. Ακόμα και έτσι όμως, τα "Τεμπελέκια" συνεχίζουν να υφίστανται, έστω και με διαφορετική μορφή και με διαφορετική σκοπιμότητα, γιατί όπως είπε και ο Σεφέρης:


"… Παράδοση δε σημαίνει απαρίθμηση και μνείες παλαιών τίτλων, αλλά έργα που ζουν και γονιμοποιούν τη δημιουργική φαντασία των σημερινών ζωντανών ανθρώπων…".
http://www.s-karatheodoris.gr/ithi-ethima-neas-byssas/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου