Σελίδες


Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

Το έθιμο της μπουλουστρίνας στη Ρόδο

Την Πρωτοχρονιά ένα από τα έθιμα τα οποία και σήμερα διατηρείται είναι το έθιμο της "μπουλουστρίνας".

Τα μικρά παιδιά την πρώτη ημέρα του χρόνου επισκέπτονται τους συγγενείς (γιαγιάδες, παππούδες, θείους, νονούς) και παίρνουν από αυτούς χρηματικό ποσό εν είδει δώρου το οποίο ονομάζεται μπουλουστρίνα.

Το έθιμο αυτό διατηρείται μέχρι και τώρα στις περισσότερες περιοχές της Δωδεκανήσου.

Από τα αξιοσημείωτα των ημερών είναι ότι την ημέρα των Χριστουγέννων οι κάτοικοι της Ρόδου συνηθίζουν να πηγαίνουν οικογενειακά στην εκκλησία και αμέσως μετά να επισκέπτονται τους ηλικιωμένους γονείς και παππούδες για τις σχετικές ευχές

Πηγή:  http://1myblog.pblogs.gr/2009/11/hristoygenniatika-ethima-rodos-ta-mpoyloystrina.html

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

Χριστούγεννα στη Σαντορίνη

 

Ας δουμε το λοιπός λίγα πράγματα για τον τρόπο βίωσης των Χριστούγεννων στη Σαντορίνη.
Οι φιλόθρησκοι κάτοικοι του νησιού μας γιορτάζουν ιδιαίτερα βυζαντινά και τις γιορτές του Δωδεκαημέρου. Παλιότερα όπως γράφει η Γουλιελμία Συρίγου «υπήρχε ένα έθιμο στη  Θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων το φερτάρισμα του ιερέα και των πιστών για τον μικρό βοηθό της εκκλησίας. Ήταν ένα είδος καληχέρας για το ακούραστο κοπέλι...» Ο Ειρμός αυτός, διαβάζεται στο μέσο της εκκλησίας και αναφέρει: Στέργειν μὲν ἡμᾶς, ὡς ἀκίνδυνον φόβῳ,...... Ὅση πέφυκεν ἡ προαίρεσις δίδου." εκείνη τη στιγμή ο αναγνώστης-παπαδοπαίδι δεν φεύγει από τη θέση του .... ενώ ο ιερέας βγαίνει από το ιερό κατευθυνόμενος προς το παπαδοπαίδι και του δίνει τη χριστουγεννιάτικη φέρτα-τη χριστουγεννιάτικη "προαίρεσις" Στη συνέχεια ακολουθεί όλο το εκκλησιάσμα.....Αυτή είναι η προαίρεσις το λοιπόν, στην οποία όπως αναφέρει σε παλαιότερη εφήρίδα των Θ.Ν. ο Φ. Κατσίπης γινόταν μόνο στο Μεγαλοχώρι
Το βράδυ βγαίναν τα παιδιά σε όλο το νησί,  με καράβια κ αι φαναράκια για τα κάλαντα
Από μία λαογραφική εργασία της Μαρίας Μαυρομάτη το 1969 η οποία εντοπίστηκε στο Λαογραφικό Αρχείο –Πανεπιστημιακή Συλλογή του Πανεπιστημίου Αθηνών, εκτός από τους βασικούς στίχους στα Πανελλήνια Κάλαντα έχουμε και τα παρακάτω…:
«Καλην εσπέρα Άρχοντες κ.τ.λ.
Απάνω στο παράθυρο γαρυφαλάκι πράσινο στέκει μια περιστέρα και του χρόνου τέτοια μέρα ( τσάκισμα)
Φέρτε πανέρια κάστανα Φέρτε και πορτοκάλια
Για φέρτε και γλυκό κρασί να πιουν τα παληκάρια….».
Τα κάλαντα τα λέγανε και οι μεγάλοι ….. Σύμφωνα δε με την προαναφερθείσα εργασία  «το λιγότερο που ημπόργιες να τσι δώκεις ήτανε το τάλληρο…». Σαν μια ξεβάρεση και εκείνοι από τις έγγνοιες τις καθημερινές
Στη Σαντορίνη τα παλιά τα χρόνια συνήθιζε όλη η οικογένεια να νηστεύει …. Το βράδυ λοιπόν, όταν τα παλαιότερα χρόνια τελείωνε η λειτουργία των Χριστουγέννων τη νύχτα,  πήγαιναν στα σπίτια τους και έτρωγαν. Το συνηθισμένο φαγητό ήταν πετεινός ή κότα σούπα. Εκτός όμως απ’ αυτό το φαγητό, απαραίτητος στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι ήταν και ο «κοφτός» που τον έφτιαχναν ως εξής: Από την προηγουμένη έβαζαν σιτάρι σε μία λεκάνη με νερό και άμα τούτο μαλάκωνε το κοπάνιζαν στο πέτρινο μουρτάρι με τη μάτσα για να αφαιρεθεί ο φλοιός και κατόπιν τη νύκτα πριν από τη λειτουργία έβραζαν το σιτάρι με λαρδί».
Φυσικά η νοικοκυρά του σπιτιού θα  πρεπε μέχρι το απόγευμα το πολύ της παραμονής να είχε τελειώσει το  εργόχειρό τση γιατί πίστευαν ότι θα το τελείωναν οι καλλικάτζαροι…
Ένα έθιμο που μου μεταφέρθηκε είναι και αυτό με τους καλικάτζαρους.
Όλο το σαραντάμερο βάζουν ένα κόσκινο στην καμινάδα του σπιτιού, όταν θα ρθουν οι Καλικάντζαροι, μέχρις να μετρήσουν τις τρύπες του κόσκινου  να έχει ξημερώσει και  να φύγουν.Παράλληλα δε λένε ότι όσοι γεννηθούν παραμονές Χριστουγέννων γίνονται Καλικάντζαροι γι’ αυτό πρέπει να βάζουν μπροστά στο κρεβάτι τους μια σκάφη με νερό, ώστε  μόλις πάνε να σηκωθουν να πατουν μέσα στο νερό και να ξυπνούν και να μη γίνονται Καλλικάτζαροι, ενώ ταυτόχρονα σύμφωνα με αφήγηση της Ε.Σ. από το Μεγαλοχώρι: « τι όσοι έχουν γεννηθεί παραμονές Χριστουγέννων, όταν φθάνουν τέτοιες μέρες καταλαμβάνονται από μελαγχολία ( και τούτο γιατί θεωρείται αμάρτημα, να γεννώνται άνθρωποι την ημέρα που γεννήθηκε ο Χριστός).»
Τα παλιά τα χρόνια την παραμονή των Χριστουγέννων βάζανε έξω από την πόρτα ένα κόσκινο με πολλές τρύπες και σα ριβαίρνανε οι καλλικάτζαροι ώσπου να μετρήσουνε τις τρύπες του κόσκινου  κτυπούσε η καμπάνα οπότε απομακρύνονταν από τα σπίτια.
Στον Πύργο υπάρχει και το εξής χαρακτηριστικό στοιχείο της εορτής των Χριστουγέννων Τη δεύτερη μέρα γιορτάζει σύμφωνα με το έθιμο το εξωκκλήσι της Γέννησης στους Πρόποδες του Προφήτη. Απ όσο μπορώ να ξέρω πολύ παλιά πηγαίναν από βραδύς παραμονή των Χριστουγέννων όχι μόνο Πυργιανοί αλλά και από άλλα μέρη μαζί με τα φαναράκια τους  και κάνανε τον Εσπερινό των Χριστουγέννων εκει… μένανε το βράδυ στο Εκκλησάκι όσοι μπορούσαν και τιμούσαν τα Χριστούγεννα το επόμενο πρωι…..
Δεν είχαν στην ουσία κάποιο ιδιαίτερο έθιμο για τα Χριστούγεννά αλλά  βίωναν πολύ έντονα με θρησκευτική ευλάβεια  το Σαραντάμερο της Εορτής ….









Γ.Μ.Σ.: « Η Σαντορίνη μου», εκδόσεις Θ.Ν.
Μ.Α.Ρούσσου: «Σαντορίνη - Ήθη, ΄Εθιμα και Παραδόσεις

πηγή: http://kallistorwntas.blogspot.gr

Η γιορτή των Χριστουγέννων στην Κύπρο

 Η πρώτη από τις μεγαλύτερες γιορτές του χειμώνα- ο πιο σημαντικός θρησκευτικός σταθμός, που οι χριστιανικοί γενικά λαοί εορτάζουν με ξέχωρα χαρμόσυνη ευφροσύνη, με ψυχική και πνευματική ανάταση, με λυτρωτική γαλήνη- είναι τα Χριστούγεννα.Το άστρο της Βηθλεέμ, άσβεστος φάρος παντοτινής ελπίδας και σωτηρίας, ξεχύνει τη φεγγοβολιά του σε πολιτείες και σε χωριά, καταυγάζοντας την οικουμένη. Οι άνθρωποι, τη θεοφώτιστη ετούτη μέρα, ξαλαφρωμένοι από τις έγνοιες της σκληρής βιοπάλης ξαναγίνονται πρόσχαροι και καλωσυνάτοι σαν παιδιά, ιδιαίτερα οι άνθρωποι της υπάιθρου με τα δικά τους ήθη κ΄έθιμα που την παράδοσή τους εξακολουθούν να τη διατηρούν πιστά σαν ιερή προγονική κληρονομιά από τα παλαιότερα ως τα σημερινά χρόνια.
παφίτικη γεννόπιττα
 Στην Κύπρο- όπως και σ΄όλη την Ελλάδα- τα σπίτια των χωρικών βρίσκονται από μέρες πριν σε εξαιρετική κίνηση. Οι γυναίκες μπαντανίζουν (ασπρίζουν) το σπίτι, πλένουν, σιδερώνουν, ζυμώνουν τις «γεννόπιττες» (χριστόψωμα), τα «κουλούρκα», τις «γυρισταρκιές» (τραγανά κουλούρια με σησάμι) κ. ά. Οι άντρες, ύστερα από τον αδιάκοπο μόχθο της δουλειάς- όργωμα της γης, σκάψιμο, σπορά και τ΄άλλα παρόμοια- κι αφού κουβαλήσουν στο σπίτι μπόλικα ξύλα, μαζιά και θρουμπιά (κυπριακό θυμάρι) για προσάναμμα για τον φούρνο και τη νιστιά (τζάκι), σφάζουνε στην αυλή του σπιτιού, ή φέρνουν τον μακελλάρην να σφάξει το γουρούνι.
Η χοιροφαγία στις επίσημες γιορτές είναι πανάρχαιο έθιμο που το συνήθιζαν οι ρωμαίοι γεωργοί όταν εγιόρταζαν τα λεγόμενα- προς τιμήν του Κρόνου- Σατουρνάλια, στις 17-20 του Δεκέμβρη, και θυσίαζαν τους χοίρους τους στον πατέρα του Δία και στη Δήμητρα για να ευλογούν τα σπαρτά και τις σοδείες των. Αν το σφαχτό είναι μεγάλο κ΄έχει μπόλικα «κριάτα» και πάχητα, ένα μέρος απ΄αυτά το διαιρούν σε μικρά κοψίδια και τα κάνουν «πασπαλά», δηλ. τα παστώνουν με το λίπος τους μέσα σε τενεκέδες του λαδιού ή σε κούμνες (πήλινα πλατύστομα δοχεία) τα υπόλοιπα κομμάτια βράζονται με ρύζι ή με τραχανά αποβραδίς στο χαρτζίν (καζάνι) για τη χριστουγεννιάτικη σούπα, ενώ άλλα τα τα ψήνουνε στον φούρνο. Μα και ο «γουμάς» (κοτέτσι) προσφέρει και αυτός τα θυματά του στη γιορτάσιμη αυτή πανδαισία. Ύστερα από την αυστηρή νηστεία του Σαρανταήμερου, που τη διατηρούν με περίσσια ευλάβεια, οι χωρικοί δεν βλέπουν την ώρα να ευφρανθεί η καρδιά τους από τα νοστιμομαγειρεμένα φαγητά και τη γλυκόπιοτη κουμανταρία, με τελευταία πιατέλα τα «κουπέπκια» (ντολμάδες). Απαραίτητο συμπλήρωμα του γεύματος είναι το «χαλλούμιν» (κυπριακό τυρί) και η αναρή (μυζήθρα), με τελευταίο γλύκισμα μικρές πίττες με σταφίδες, τυρί και μέλι, τα «πουρέκια». Ιδιαίτερα χριστουγεννιάτικα πιτάκια δίνουν οι χωρικοί στα κτηνά τους, για να γιορτάσουνε κι αυτά τη Γέννηση του Σωτήρα Χριστού: στην «κατσελλού» (αγελάδα), στο γάρο (γάϊδαρο), στον άππαρο (άλογο), στην αίγια (κατσίκα), στην κουβέλλα (προβατίνα), στις όρνιθες (κότες), αφού πρώτα λιβανίσουν το παχνί.

παφίτικη γυρισταρκά
 Από τα βαθιά χαράματα, με τον πρώτο ήχο του σήμαντρου, όλοι βρίσκονται στο πόδι ντυμένοι με τα γιορτινά τους. Ο πατέρας συνοδεύει τα παιδιά στην εκκλησία, όπου τα παραλάβουν οι «τατάδες» (νονοί) και οι «νουνάδες» (νονές) για να τα μεταλάβουν, ενώ η μάνα με τις πρωτοθυγατέρες της ετοιμάζουν το σπίτι και τα χρειαζούμενα για το οικογενειακό τραπέζι. Γι' αυτή τη δουλειά κατεβάζουν από τις «σουβάντσες» (ράφια) τις «καντήλες» (ποτήρια), τα πιατικά, όπως και τις «γεννόπιττες», τις γυρισταρκές, τα «ψουμιά του νερού» (καρβέλια συνηθισμένα) που η ζεστή μυρωδιά τους γεμίζει τον αέρα της «τσάμπρας» (κάμαρης). Ταυτόχρονα  οι «μαείρισσες» (κατσαρόλες), γεμάτες από Χριστουγεννιάτικα φαγητά, χύνουν τη μοσχοβολιά τους σ΄όλο το σπίτι έτσι που βράζουν στις «νιστιές» και στο «μαειρκόν» (κουζίνα).
Ιδιαίτερη συγκίνηση και χαρά νιώθουν οι «χαρτωμένοι» (αρραβωνιασμένοι), που ξεκινούν καμαρωτοί-καμαρωτοί για την εκκλησία, η κοπέλα με το καλύτερό της φουστανάκι, ντροπαλή και χαμηλόθωρη, και ο «σκάπουλος» (παλληκάρι) με την καλοραμμένη φράγκική του φορεσιά που τελευταία αντικατάστησε την «προσιαστή» (πολύπτυχη) βράκα με τη μακριά «βάκλα» (φουφούλα), το κεντητό γιλέκι, το ζιμπούνι και τη ζώστρα, τα καινούργια «κοφτά» παπούτσια, που προτιμήθηκαν από τις μακριές «τσαγγαροποδίνες» (μπότες), και τις ριγωτές «κλάτσες» (κάλτσες). Όλα αυτά συμπληρώνουν την ευρωπαϊκή φορεσιά της λεβέντικης κορμοστασιάς του παλληκαριού. Ευτυχισμένοι οι δύο νέοι δέχονται- όταν τελειώσει η λειτουργία- τις ευχές των συγχωριανών τους και γυρίζουν χαρούμενοι στο σπίτι του ενός ή της άλλης. Όλο το συμπεθεριό θα παρακαθίσει στο τραπέζι με τον παπά επικεφαλής, που θα το ευλογήσει με το τροπάριο της ημέρας: «Η γέννησις σου, Χριστέ ο Θεός ημών κτλ.». Σαν επωδό θα χτυπήσουν όλοι μαζί τις «πρότσες» (πιρούνια) στα πιάτα τους και θ' αρχίσει πια το χαρούμενο φαγοπότι με το τσούγκρισμα των ποτηριών για τη δόξα του νεογέννητου Χριστού και για την ευτυχία των παιδιών τους.

Πηγή: Από το βιβλίο της Αθηνάς Ταρσούλη «ΚΥΠΡΟΣ», τόμος Β', 1963
Μεταφέρθηκε στο διαδίκτυο από NOCTOC

παφίτικος εορταστικός άρτος


Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Ποντιακά έθιμα Χριστουγέννων


Οι Γιορτινές προετοιμασίες του χειμερινού κύκλου ξεκινούσαν τον Δεκέμβρη, στη γιορτή της Αγίας Βαρβάρας. Οι νοικοκυρές έφτιαχναν μελόπιτες και βαρβάρα με σιτάρι, καλαμπόκι και φασόλια και τα μοίραζαν σε γείτονες και παιδιά. Τις μελόπιτες τις ετοίμαζε κάποιος ηλικιωμένος από την οικογένεια με μέλι, σιτάρι, καρύδια, και αλεύρι, προσφορά της γειτονιάς. Σύμφωνα με το έθιμο, με το μέλι της πίτας σχημάτιζαν σταυρό στην πόρτα του σπιτιού.

Στις 15 του Δεκέμβρη, στις αγροτικές περιοχές γιόρταζαν τα « Αλώα» στους αγρούς για τη ευόδωση των καρπών της γης, ένα έθιμο που σήμερα έχει εκλείψει.

Για τα Χριστούγεννα, σε πολλά μέρη του Πόντου, οι νοικοκυρές συνήθιζαν να παρασκευάζουν πίτες από καλαμποκάλευρο, αλευροχαλβά, κατμέρια και τον «πουρμά», ένα σιροπιαστό γλυκό που θύμιζε το σαραϊγλί. Στην Τραπεζούντα τις παραμονές των Χριστουγέννων οι νοικοκυρές απαραιτήτως ζύμωναν κουλούρια για το σπίτι και τα ζώα. Επίσης ζύμωναν τα χριστόψωμα τα οποία περιείχαν καρύδια και όταν ψήνονταν τα περίχυναν με μέλι. Πάνω στο χριστόψωμο κεντούσαν με αμύγδαλα τη γέννηση του Χριστού. Στόλιζαν ένα τραπέζι δίπλα στο Χριστουγεννιάτικο δένδρο, με διάφορα γιορτινά καλούδια κι ένα εικόνισμα, αφιερωμένο στην Παναγία, το « Τραπέζι της Παναγίας». Στην Ινέπολη του νομού Κασταμονής, οι νοικοκυρές ετοίμαζαν για τα Χριστούγεννα τα παραδοσιακά γλυκά « κετέ», «ιτσλί» και «κατμέρια». Στην Αμάσεια, τα βασικά γιορτινά εδέσματα ήταν το κεσκέκι, το σουμπορεγί και το τζεβιζλί τσορέκ. Διαδεδομένο υλικό για τις πίτες ήταν το χασισόλαδο και οι χασισόσποροι τους οποίους επεξεργαζόταν όπως τους κόκκους του καφέ. Καβουρντίζανε τους σπόρους σ' ένα τηγάνι χωρίς λάδι ώσπου να πάρουν μαύρο χρώμα και να βγάλουν το λάδι τους .

Τη νύχτα της 24ης Δεκεμβρίου, παραμονή των Χριστουγέννων, «εθύμιζαν» τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα με λύρα και με νταούλζουρνά. Γύριζαν όλα τα σπίτια του χωριού παρέα με τους μωμόγερους, αψηφώντας το τσουχτερό κρύο και με αραιούς πυροβολισμούς και ψάλλοντας τα κάλαντα θύμιζαν τη γένεση του θεανθρώπου. Στα ορεινά του Πόντου λέγανε τα κάλαντα και την ημέρα γιατί οι καιρικές συνθήκες ήταν συχνα απαγορευτικές για έξοδο την νύχτα. Οι "καλαντάδες" εκτός από τη συνοδεία της λύρας, φρόντιζαν να φέρουν μαζί τους και ένα στολισμένο καράβι, φτιαγμένο από χαρτόνι και λεπτό σανίδι για να εντυπωσιάσουν τους νοικοκυραίους. Συνήθως φώτιζαν τα καραβάκια τους με κεριά, ενώ κάθε ομάδα προσπαθούσε να φτιάξει το πιο όμορφο και φανταχτερά στολισμένο, εν είδη συναγωνισμού. Προτού αρχίσουν να ψάλλουν, ένας της παρέας έλεγε μεγαλόφωνα τον πολυχρονισμό, αρχίζοντας από τον αρχηγό της οικογένειας και τελειώνοντας και στο πιο μικρό παιδί και σ' αυτούς τους ξενιτεμένους: «Ο Θεός να πολυχρονίζ' τον κύριο τάδε...και στη συνέχεια έψαλλαν:

«Καλημέρα σας και πολλούς χρόνους
ύγειαν και χαρά στον νοικοκύρη
ύγειαν και χαρά στα παλικάρια.

Έξω στην αυλή και στο παλάτι
στέκουν θυμίζουν τα παλικάρια,
στέκουν θυμίζουν εσένα, αφέντη.

Έ αφέντη μας, μα μη κοιμάσαι΄.
Οψεζνί βραδύ καλή βραδύ έν,
οψεζνί βραδύ Χριστός γεννέθεν,
οψές γεννέθεν και αύριο εστάθεν,
γράφει γράμματα, βαστά βαγγέλια,
γράφει γράμματα και πάλ' εγνώθι,
αρχοντόπουλο και καλαμιόνι,
μύρος έτουνε και μυροϊδόνι
και μυρόδισεν όλον τον κόσμον,
εμυρόδισε κ' εσένα, αφέντη.

Έ αφέντη μας, να μη κοιμάσαι,
άψο το κερί κι έλα σήν πόρτα.»

Με τον τελευταίο στίχο «άψο το κερί κι έλα σήν πόρτα», ο νοικοκύρης, με αναμμένο κερί στο χέρι, θ' ανοίξει την πόρτα και θα υποδεχτεί όλους χαρούμενος και γελαστός.

Οι νοικοκυρές, χαρούμενες και γελαστές, πρόσφερναν άφθονα καρύδια, μήλα, τσίρα και ούβας σ' όλους. Ο αρχηγός της οικογένειας με την κανάτα γεμάτη κρασί στο χέρι, κερνούσε κρασι. Μετά το κρασοπότι, η Σχολική Επιτροπή, από τους γεροντότερους του χωριού, εισέπραττε ό,τι πρόσφερναν σ' αυτήν υπέρ του σχολείου, χρήματα, νήμα κανναβένιο, καλαμπόκι, φασόλια, καννάβι, ακατέργαστο κ.ά.

Στο χωριό Ζησινώ ψαλλόταν και το εξής τροπάριο:

«Ιδού ο χρόνος πέρασε
και ήρθεν η ημέρα
της του Χριστού γεννήσεως
και ταύτη τη εσπέρα.

Χριστός γεννάται σήμερον
εν Βηθλεέμ τη πόλει,
οι ουρανοί αγάλλονται,
χαίρει η κτήσις όλη.

Εντός της φάτνης τίκτεται
υπό σπηλαίου θόλου
ο βασιλεύς των ουρανών
και ποιητής των όλων.

Τρεις μαγιδώους έτρεφε
μια Συρία χώρα,
βαστούσαν σμύρναν και χρυσόν
και λίβανον ως δώρα.

Χοροί αγγέλων ψάλλουσι
το δόξα εν υψίστοις
και υπό ποιμένων άδεται
του Σύμπαντος ο κτίστης.

Ως οδηγόν υπέρλαμπρον
αστέρα ακολουθούσι.
Ελθόντες εις το σπήλαιον
το βρέφος προσκυνούσιν.»

Τα Ποντιακά Κάλαντα των Χριστουγέννων, που είναι και τα πιο διαδεδομένα, περιέχουν όλη τη ζωή του θεανθρώπου, από τη στιγμή της Γέννησης του, μέχρι τη στιγμή της Σύλληψης του, χωρίς όμως να προχωρούν και στη Σταύρωση του, γεγονός που θα ερχόταν σε αντίθεση με το χαρμόσυνο γεγονός των Χριστουγέννων.

Χριστός γεννέθεν χαράν σον κόσμον
χα! καλή ώρα, καλή σ΄ μέρα
χα! καλόν παιδίν οψέ γεννέθεν

οψέ γεννέθεν ουρανοστάθεν
τον εγέννεσεν η Παναγία
τον ενέστεσεν αε παρθένος

Εκαβάλκεψεν χρυσόν πουλάρι
κι εκατήβεν σο στραυροδρόμι
σταυροδρόμι και μυροδρόμι.

Ερπαξάν ατόν οι χιλ Εβραίοι
χιλ Εβραίοι και μύρι Εβραίοι
χιλ Εβραίοι και μύρι Εβραίοι.

Α σ ακροντικά κι α σην καρδίαν
αίμα έσταξεν χολήν κι εφάνθεν
ούμπαν έσταξεν και μύρος έτον
μύρος έτον και μυρωδία.

Εμυρίστεν ατό ο κόσμος όλον
για μυρίστ ατό κι εσύ αφένταμ
συ αφένταμ καλέμ αφένταμ.
Ερθαν τη Χριστού τα παλικάρια
και θυμίζνε τον νοικοκύρην
νοικοκύρην και βασιλέαν.

Δέβα σο ταρέζ κι έλα σην πόρταν
δος μας ούβας και λεφτοκάρα
κι αν ανιοιείς μας χαρά σην πόρτα σ

http://thalassa-karadeniz.mylivepage.com/

Ο τόπος και το τραγούδι του - Γαρδίκι Ασπροποτάμου Τρικάλων

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Ελλήνων Δρώμενα : Ρουμλούκι


Ο τόπος και το τραγούδι του - Το Βελβεντό το ζηλευτό


Ο τόπος και το τραγούδι του - Βεργίνα



Μουσικές, γνωστοί και άγνωστοι χοροί και τραγούδια, λαϊκά δρώμενα και εθνογραφικές δράσεις απ' όλη την Ελλάδα και το μείζονα ελληνισμό θα παρουσιαστούν στο νέο κύκλο της εκπομπής "O τόπος και το τραγούδι του".

Η εκπομπή αναδεικνύει την Ελλάδα του σήμερα και του χθες, αναλλοίωτη μέσα στην ιστορική της διαδρομή, με τις αδαπάνητες δυνατότητές της να υπάρχει και να εντυπωσιάζει με εθνολογικές και λαογραφικές δράσεις, που ξεχωρίζουν στο χάρτη της βαλκανικής και ευρωπαϊκής κοινωνικής ανθρωπολογίας.

Η έναρξη γίνεται στη Βεργίνα, όπου για πρώτη φορά μετά από 2340 χρόνια στο Ανάκτορο των Αιγών δεκάδες χορευτές από 15 χωριά του Ρουμλουκιού συνοδεία μουσικών οργάνων ζωντανεύουν το μύθο που θέλει το κεφαλοδέσι των γυναικών της περιοχής να κληροδοτείται σε αυτές από τον ίδιο το Μέγα Αλέξανδρο. Ένας μύθος που φανερώνει τις απαρχές του αρχαιότερου γυναικείου κεφαλοδεσίματος στον κόσμο.
Με ιστορική και αρχαιολογική τεκμηρίωση η διευθύντρια της ΚΖ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Δρ. Αγγελική Κοτταρίδη συνδέει την περίφημη «Δέσποινα των Αιγών» του 10ου π.Χ αιώνα με την παραδοσιακή φορεσιά της σημερινής Ρουμλουκιώτισσας. Πρόκειται για έναν παράλληλο αρχαιολογικό και λαογραφικό διάλογο της κυρίας Κοτταρίδη και του Γιώργη Μελίκη, στον οποίο η «μνήμη» της πέτρας γίνεται παρόν και μέλλον, γεφυρώνοντας τριάντα και πλέον αιώνες ελληνικού -- μακεδονικού ιστορικού βίου.

Σκηνοθέτης: Μανώλης Ζανδές
Δημοσιογραφική Έρευνα: Γιώργης Μελίκης
Αρχισυνταξία: Στέλλα Κιοσόγλου
Παρουσιαστής: Γιώργης Μελίκης

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

Ο Χριστός και η Παναΐα: Διήγημα από τη κυπριακή ύπαιθρο

 Μιαν ημέρα η Χαρικλού ήταν έσσω κι είπε να κάμει λίγα πουρέκια. Ήρθαν και οι κόρες της αδελφής της της Λευκούς, η Ευπραξία η Μαριά... Κουλούρεψε ζυμάρι και τό ΄κοψε κομματούδια.
Έ! λαλεί τους, ένι του Ιησού Χριστού τούτο το πουρέκι. Τούτο ένι της Παναΐας και τούτο ένι του παππού σας του Διάκου. Και τούτο ένι δικό μου και τούτο ένι δικό σου... Τα διαμοίρασε όλα και τα εβάλασιν στο πανέρι παράμερα. Ανάψασιν τη φωτιά να τα ψήσουσιν.

Μόλις η Χαρικλού έβαλεν τα πρώτα πουρέκια στο τηγάνι, ανέφαναν από το διπλανό χωριό ο Αργύρης ο αόμματος με τη γυναίκα του. Ανεφάνησαν κρατώντας ο τυφλός τη γυναίκα του από την κόξα και διακονούσαν.

Χριστός και Παναΐα μου! λαλεί η Χαρακλού, τούτοι ένι ο Χριστός κι η Παναΐα! Έβγαλε από το τηγάνι τα πρώτα και τους τα έδωκε. Τους έδωκε ψωμί και άλλα πράματα. Της έβαλαν κάμποσες ευχές και πήγαν εις το καλόν.

Δεν άργησε ο θεός, λαλεί η Χαρικλού, στις κορούες. Τους έπεμψε καταύτις για να δούμε αν κιάρω να τους δώκω πουρέκια, ψωμί, τίποτες, όπως έταξα.

Κυπριακό Παραμύθι: Ο Ιησούς Χριστός και ο γάμος των αρκόντων


Μια φορά κ' έναν καιρόν ο αρκοντότερος του χωρκού επάντρευκεν την κόρην του με τον γυιόν ενός μεγάλου πραματευτή. Εκαλέσαν εις τον γάμον ούλον το χωρκόν κι ούλον το αρκοντολόϊν. Άμα κ΄ήρατσιν ΄που την εκκλησιάν που εστεφανώσαν τ΄αντρόϋνον εκάτσασιν ούλοι στα τραπέζια κ΄εκουβαλούσαν οι μαείροι κ΄οι σεττοκόποι* τα φαγιά και τα κρασιά, κ΄οι ξιφάντωσες* και τα τραούδκια εβκαίναν μεσούρανα. Μεσ΄κείνην την ανακατωσιάν, μέσ΄κειν΄τα τραούδκια ήρτεν κ΄εστάθηκεν εις την πόρταν ένας ασπρομάλλης με κάτι ρούχα παστρικά χιόνι αμμά πολλά φτωχικά και κομματιασμένα. Εστάθην έτσι περίλυπος κ' εθώρεν, ζαβαλί μου,* που τρώαν κ΄επίναν. Ένας μισταρκός* είδεν τον: «Είντα θέλεις, γέρο; άτε τράβα στην δουλειάν σου, μεν μας εμποδίζεις· στέκεις μέσ' την πόρταν», κ΄εδκιωξέν τον κ' επήεν κείθε μέρου κ΄εστάθην μέσ' τον ηλιακόν.* Είδαν τον οι μαείροι κ' οι σεττοκόποι και επήαν κατά πισόν του: «Είντα, γέρο, είντα που θέλεις δαχαμαί;»* «Ήρτα, γυιέ μου, να δω κ΄εώ ο κακορίζικος τον γάμον και να κάτσω και εώ να φάω νακκουρίν.»* «Λάμνε,* γέρο, στην δουλείαν σου· εν αντρέπεσαι την μουτσούνα σου κ΄εν πάεις· με τουν τα παληόρουχα εννά κάτσης εις το τραπέζιν του γάμου; Μη χειρότερα! Χάτε,* χάτε, λάμνε στην δουλειά σου», κ΄εκουντήσαν τον όξω. Ο γέρος έφυεν κ΄ύστερα ΄που λίην ώραν ήρτεν ένας άρκοντας με κάτι ρούχα ούλα τσοχάδες, με τα πλουμιά τα ολόχρυσα, με κάτι γούννες βισιλικές, κ΄επήεν εις τον γάμον. Άμα τον είδασιν οι δούλοι εβουρήσαν κατά πάνω του: «Κόπιασε, κόπιασε, αφέντη μου πολυχρονημένε μου, κόπιασε στο τραπέζι.» Επροσηκωθήκαν του ούλοι, ως κ΄η νύφη επροσηκώθην του κ΄έκατσεν τον προ κεφαλής των πραπεζιών. Ετρέξασιν οι σεττοκόποι με τα φαγιά, με τους καλύττερους μεζέδες, με τα κρασιά. Έκατσεν ο άθθρωπος κ΄έππιανεν τα φαγιά με το κουτάλιν κ΄εχένωνέν τα πα στα ρούχα του και πα στες γούννες του κ΄ελάλενεν: «Φάτε, ρούχα, και τα ρούχα έχουν τιμήν·» Τότε οι καλεσμένοι κ΄ούλος ο κόσμος έμεινε ξηστικός κ΄εθωρούσαν τον έσσω κ΄έσσω. Άλλος ελάλεν: «άτζιαπις* περιπαίζει μας;» και άλλος: «άτζιαπις εν πελλός;», άλλος: «είντα εν τούτα, αφέντη μου, που κάμνεις;»  Ευτύς ο άθθρωπος εσηκώθη πάνω κ΄είπεν τους: «Εγώ είμαι ο Ιησούς Χριστός κ΄ήρτα να σας δοκιμάσω. Ήρτα φτωχός κακορίζικος, νηστικός πεινασμένος, κ΄εδκιώξετέ με. Τώρα που ήρτα με τες γούννες και με τα χρυσά, εκάτσετέ με ΄που πάνω ΄που την κεφαλήν σας. Έτσι κ' εώ ετάϊζα τα ρούχα μου, γιατί τα ρούχα μου είχαν την τιμήν και την υπόληψίν· εν την είχα εώ.» Άμαν τα είπεν τουν τα λόγια εχάθηκεν ΄που την μέσην τους κι αντροπιαστήκαν ούλοι κ΄εγινήκαν ρεζίλι.
Κι άφηκα κείνους καλά κ΄ηύρα σας εσάς καλύττερα.


Γλωσσάρι

σεττοκόποι = σερβιτόροι, ξιφάντωσες = ξεφαντώματα, ζαβαλλί μου = ο καημένος, μισταρκός = υπηρέτης, ηλιακός = υπόστεγη αυλή, δαχαμαί = εδώ χάμω, νακκουρίν = λίγο, λάμνε = πήγαινε, χάτε = άντε, άτζιαπις = άραγε (λ. τουρκ.).

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012