Σελίδες


Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

"Βρυσούδα μου τριχαμινιά" και "Καραγιάννινα" - Παραδοσιακά τραγούδια από το Δρυμό Θεσσαλονίκης




Παραδοσιακά τραγούδια από το χωριό "Δρυμός" στον νομό Θεσσαλονίκης. Το πρώτο από τα τραγούδια ονομάζεται "Βρυσούδα μου τριχαμινιά" και το δεύτερο ονομάζεται "Καραγιάννινα", τραγούδια που είναι γνωστά σε διάφορες παραλλαγές σε πολλές περιοχές της Μακεδονίας. Το απόσπασμα είναι παρμένο από την εκπομπή "Ο τόπος και το τραγούδι του".

"Της Μουριάς το κάστρο" - Παραδοσιακό τραγούδι από το Δρυμό Θεσσαλονίκης





Σε πολλές περιοχές της Ελλάδος υπάρχουν φρούρια με τ' όνομα "Κάστρο της Ωριάς" ή της "Σουριάς, Βουργιάς, Μουριάς, Οβριάς, καθώς και με τελείως διαφορετικά ονόματα όπως της "Μαρούς" στην Καππαδοκία και του "Ήλ" τον Πόντο, που έπεσαν με προδοσία, όπως αναφέρει η παράδοση, παρά την αντίσταση της βασιλοπούλας, η οποία αυτοκτόνησε, μόλις οι Τούρκοι πήραν το Κάστρο. Το τραγούδι πρέπει να έχει δημιουργηθεί γύρω στον 9ο αιώνα, την περίοδο του Βυζαντίου. Νεότερες έρευνες αναφέρουν πως το τραγούδι ξεκίνησε από τη Μικρά Ασία, και συγκεκριμένα από την άλωση του Αμορίου το 838 μ.Χ. ύστερα από προδοσία. Το θέμα του βασίζεται σε άλλο πρότυπο, που έχει γίνει από μυθικά και ιστορικά στοιχεία, τα οποία είναι κοινά τόσο στη δημοτική ποίηση όσο και στους αρχαίους μύθους.
Ιδιαιτέρως διαδεδομένο το Βυζαντινό αυτό τραγούδι ακόμη και στην εποχή μας.  Το παρόν προέρχεται από το Δρυμό Θεσσαλονίκης .

"Σου ΄πα μάνα" - Παραδοσιακό τραγούδι από τη Μικρόπολη Δράμας




 Παραδοσιακό Μακεδονικό τραγούδι από την περιοχή της Δράμας και πιο συγκεκριμένα από το χωριό "Μικρόπολη", στα Δυτικά του νομού στους πρόποδες του όρους "Μενοίκιο", σύνορα με το νομό Σερρών.

 Οι στίχοι:

Σου είπα μάνα, μανούλα πάντρεψέ με σου είπα μάνα, πάντρεψέ με, σπιτονοικοκύρεψέ με. Και στα ξένα, μανούλα μη με δώσεις και στα ξένα, μη με δώσεις γιατί θα το μετανιώσεις. Και στα ξένα, μανούλα μ' θ' αρρωστήσω και στα ξένα θ' αρρωστήσω τη μανούλα μ' θα ζητήσω. Θα ζητήσεις, κόρη μου την κουνιάδα θα ζητήσεις την κουνιάδα και την πρώτη συννυφάδα. Η κουνιάδα, μανά μου δεν αδειάζει η κουνιάδα δεν αδειάζει, συννυφάδα δεν της νοιάζει. Η κουνιάδα μανά μου τα προικιά της η κουνιάδα τα προικιά της, συννυφάδα τα παιδιά της.

"Φεγγαράκι" - Παραδοσιακό τραγούδι από τον Πολυπόταμο Φλώρινας


Απόσπασμα από την εκπομπή "Ο τόπος και το τραγούδι του - Η ξενιτιά του Πολυποτάμου".

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

Κισσαμίτικα συρτά


Χορεύει η Ομάδα Ελληνικού Λαϊκού Χορού του Πολιτιστικού Οργανισμού Δήμου Καλλιθέας. Καλλιθέα 2010. Παίζουν οι μουσικοί: Αλέξανδρος Παπαδάκης λύρα, Ανδρέας Αρβανίτης λαούτο. Επιμέλεια-διδασκαλία: Βασίλης Καρφής

Σούστα περιοχής Ρεθύμνης


Χορεύει η Ομάδα Ελληνικού Λαϊκού Χορού Δήμου Καλλιθέας. Παίζουν οι μουσικοί: Αλέξανδρος Παπαδάκης λύρα & τραγούδι, Χρήστος Δάβρης λαούτο. Επιμέλεια - διδασκαλία: Βασίλης Καρφής. Καλλιέα 2011

Συρτός περιοχής Ρεθύμνης


Χορεύει η Ομάδα Ελληνικού Λαϊκού Χορού Δήμου Καλλιθέας. Παίζουν οι μουσικοί: Αλέξανδρος Παπαδάκης λύρα & τραγούδι, Χρήστος Δάβρης λαούτο. Επιμέλεια - διδασκαλία: Βασίλης Καρφής. Καλλιθέα 2011.

Ανωγειανός πηδηχτός


Χορεύει η Ομάδα Ελληνικού Λαϊκού Χορού Δήμου Καλλιθέας. Παίζουν οι μουσικοί: Αλέξανδρος Παπαδάκης ασκομαντούρα, Χρήστος Δάβρης λαούτο. Επιμέλεια - διδασκαλία: Βασίλης Καρφής. Καλλιθέα 2011.

Οι Σαρακατσάνοι

Σαρακατσάνος βοσκός
Οι Σαρακατσάνοι είναι ένα νομαδικό φύλο, που άφησε το νομαδικό τρόπο ζωής μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου πολέμου, και τον ημινομαδικό, τις τελευταίες δεκαετίες. Οι επιστήμονες που ασχολήθηκαν με την καταγωγή τους, συμφωνούν ότι πρόκειται για ένα ελληνικότατο φύλο. Κοιτίδα των Σαρακατσαναίων, αποτέλεσε η περιοχή των Αγράφων και ο ευρύτερος ορεινός όγκος της Πίνδου, από όπου και διασκορπίστηκαν κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Το γλωσσικό τους ιδίωμα, οι παραστάσεις και τα σχέδια στις φορεσιές και τα υφαντά, οι δοξασίες τους, οι προλήψεις τους και βέβαια το περικεντρικό ορθό καλύβι, παραπέμπουν στην Αρχαιότητα (Αγ. Χατζημιχάλη, Γ. Καββαδίας, Δ. Μαυρογιάννης κ.α.). Άλλοι τους θεωρούν σαν τους αρχαιότερους της Ευρώπης (Πουλιανός).
 
Το σχολείο που λειτουργούσε μόνον το καλοκαίρι

Οι Σαρακατσάνοι λόγω της νομαδικής τους ζωής μετά τον διασκορπισμό τους, αναπτύχθηκαν σε όλη τη Βαλκανική Χερσόνησο, προς ανεύρεση καλύτερων βοσκοτόπων. Έτσι δημιουργήθηκαν τρεις γεωγραφικές ομάδες Σαρακατσάνων:

 
Σαρακατσάνα μέσης ηλικίας από την Θράκη

Οι Μωραΐτες, που παλαιότερα ξεκαλοκαίριαζαν στον Μωριά, απ’ όπου πήραν και το όνομά τους. Σήμερα είναι εγκατεστημένοι στη Θεσσαλία και λίγοι στην Κεντρική Μακεδονία, όπου ξεκαλοκαίριαζαν τα τελευταία χρόνια. Μεγάλη υποομάδα των Μοραϊτών είναι οι Σαρακατσάνοι της Ηπείρου, οι επονομαζόμενοι Ηπειρώτες.

 
Σαρακατσάνες Ηπείρου, Κεντρικής Μακεδονίας και Κασσανδρινή

Οι Κασσανδρινοί που παλαιότερα ξεκαλοκαίριαζαν στη Χαλκιδική, απ΄ όπου πήραν το όνομά τους και τώρα είναι εγκατεστημένοι κυρίως στην Κ. Μακεδονία.


Σαρακατσάνος με σεγκούνι


Οι Πολίτες (επειδή κινούταν σε περιοχές που ελέγχονταν διοικητικά από την Κωνσταντινούπολη) που σήμερα είναι εγκατεστημένοι στη Αν. Μακεδονία και Θράκη.
Σαρακατσάνος Θράκης 1915
Σήμερα οι Σαρακατσάνοι αποτελούν ένα ζωντανό κομμάτι της σύγχρονης Ελληνικής Κοινωνίας. Μετά την κτηνοτροφία ασχολήθηκαν και με τη γεωργία, και τα τελευταία χρόνια με το εμπόριο και τις επιστήμες. Η ανάγκη διατήρησης της παράδοσης, τους ώθησε στην δημιουργία των Συλλόγων, που είναι οι σύγχρονοι θεματοφύλακες της πολιτιστικής τους ταυτότητας. Σήμερα στον Ελλαδικό χώρο υπάρχουν 43 Σαρακατσάνικοι Σύλλογοι που έχουν δημιουργήσει την Π.Ο.Σ.Σ. (Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Σαρακατσάνων) το 1981. Στη Βουλγαρία υπάρχουν Σαρακατσάνοι που και εκείνοι έχουν οργανωθεί σε Ομοσπονδία με 19 επίσημα οργανωμένους συλλόγους.

Το χαρακτηριστικό γνώρισμα των σαρακατσάνικων χορών είναι ο αργός ρυθμός τους, αφενός διότι δεν είχαν την συνοδεία μουσικών οργάνων, αφετέρου λόγω του βάρους της φορεσιάς τους που συνοδεύονταν από τα περίφημα κουστέκια (στολίδια). Πολλοί από τους χορούς χαρακτηρίζονται «κλέφτικοι» αφού χορεύονταν αποκλειστικά από τους άνδρες. Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι ότι στους μικτούς χορούς οι άνδρες χορεύουν μπροστά και οι γυναίκες ακολουθούν και μάλιστα ο τελευταίος στην σειρά άνδρας πιάνεται με μαντήλι με την πρώτη στην σειρά του χορού γυναίκα.

Οι Σαρακατσάνικοι χοροί είναι οι εξής:

Συρτός Χορός: Ο Συρτός χορεύονταν από τους Σαρακατσάνους, όπως και από τους Έλληνες της υπόλοιπης Ηπειρωτικής Ελλάδος. Είναι ένας χορός 12 βημάτων με μέτρο 2/4 (Σε αντιδιαστολή με τον Καλαματιανό που έχει μέτρο 7/8). Είναι μικτός χορός, που τον χόρευαν δηλαδή μαζί και άνδρες και γυναίκες σε ένα κύκλο. Οι άντρες χορεύουν μπροστά και οι γυναίκες πίσω. Ο τελευταίος άντρας με την πρώτη στη σειρά του χορού γυναίκα, πιάνονται με μαντήλι και ποτέ χέρι με χέρι, ενώ έπρεπε να έχουν και συγγένεια.

Συρτός στα Τρία: Επίσης μικτός, πανελλήνιος χορός που απαντά στους Σαρακατσάνους. Είναι χορός 6 βημάτων, με μέτρο 2/4 και λίγο πιο αργός από τον συρτό.

Κάτσα: Είναι κλέφτικος, ανδρικός χορός. Χορεύονταν κυρίως από τους Σαρακατσάνους της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και το κύριο χαρακτηριστικό του είναι ένα κάθισμα των χορευτών, που ονομάζεται ”κάτσα”. Έχει δύο μέρη, το αργό και το γρήγορο. Το πρώτο μέρος είναι κυρίως τραγουδιστικό με βήματα πολύ αργά. Το δεύτερο μέρος είναι γρήγορο και τα βήματα είναι ζωηρά . Στους Σαρακατσάνους της περιοχής μας, η κάτσα ήταν ο επίσημος χορός που χορευόταν από το γαμπρό τη μέρα του γάμου. Φυσικά δεν υπήρχε Σαρακατσάνικο γλέντι χωρίς ”κάτσα”.

Κτσάδικος: Επίσης κλέφτικος χορός με μέτρο με ζωηρά κουτσά (κ’τσα) βήματα, που δίνουν ένα πολύ λεβέντικο και περήφανο ύφος στον χορό αυτό. Αποτελείται και αυτός από δύο μέρη, αργό και γρήγορο. Στο αργό έχουμε περήφανα αργά βήματα και στο γρήγορο μέρος του χορού, έχουμε ζωηρές κάτσες και αναπηδήσεις.

Σταυρωτός: Είναι και αυτός κλέφτικος χορός με μέτρο. Δεν χορευόταν από γυναίκες. Υπάρχουν δύο παραλλαγές αυτού του χορού. Η μία, η παλαιότερη χορεύεται από τέσσερα άτομα που σχηματίζουν σταυρό μεταξύ τους (απ’ όπου και το όνομα σταυρωτός). Οι χορευτές δεν πιάνονται μεταξύ τους με λαβή, αλλά από τις άκρες δύο μαντηλιών σε σχήμα σταυρού. Η άλλη νεότερη χορεύεται από δύο άτομα, τα οποία στέκονται ο ένας δίπλα από τον άλλο με αντίρροπη διεύθυνση και χορευόταν από άτομα που γινόταν στυαραδέρφια (Άτομα, δηλαδή, που ενώ δεν είχαν συγγένεια αίματος, ήταν πολύ καλοί φίλοι και αισθανόταν την ανάγκη να γίνουν αδέρφια). Είναι ο θεσμός της αδελφοποιίας, που έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα, και είναι πολύ διαδεδομένος στους Σαρακατσάνους.  

Τσάμικος: Είναι ένας ανδρικός χορός με μέτρο 3/4 . Είναι πανελλήνιος χορός όμως οι Σαρακατσάνοι χόρευαν έναν χαρακτηριστικά αργό τσάμικο, με χορευτικές φιγούρες μόνο του πρωτοχορευτή. Άλλωστε, επειδή τραγουδούσαν με το στόμα και χόρευαν (χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων) και λόγω του βάρους της φορεσιάς και των στολιδιών (κουστέκια) δεν ήταν δυνατό να χορεύουν γρήγορους χορούς, γιατί θα κουραζόταν εύκολα. Προφανώς ο τσάμικος είναι η απλοποιημένη μορφή της κάτσας, γι’ αυτό στους Σαρακατσάνους της Μακεδονίας και Θράκης εισήλθε αργότερα με το γραμμόφωνο.
Διπλός Χορός: Είναι ένας μικτός χορός, (που χορεύονταν από άνδρες και γυναίκες κυρίως της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης). Έχει αργό και γρήγορο μέρος. Το αργό είναι τραγουδιστικό με αργά βήματα, ενώ το γρήγορο είναι συρτός στα Τρία. Ο χορός διπλώνει και ξεδιπλώνει στις αντίστοιχες φράσεις του τραγουδιού.  

Περιγελαστικοί χοροί: Οι χοροί αυτοί, χορευόταν από τους Σαρακατσάνους τις μικρές ώρες των γλεντιών τους. Είναι ανδρικοί χοροί με εύθυμα λόγια, με αναπαραστάσεις και μιμήσεις που έδιναν αστείο τόνο στους χορούς αυτούς. Το χορευτικό του Συλλόγου μας έχει διδαχθεί από τους ηλικιωμένους και παρουσιάζει στα γλέντια του τον χορό ”το πώς αποκοιμήθηκα”.

Στο Ζωνάρι: Μικτός χορός, όπου οι χορευτές πιάνονται μεταξύ τους με ειδική λαβή από τα ζωνάρια τους. ‘Έχει αργό, με μικρά βήματα, μέρος, και ένα γρηγορότερο και πιο περήφανο.
Οι Σαρακατσάνοι τραγουδούσαν τα τραγούδια τους, μόνο ”με το στόμα”, χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων. Τα όργανα και οι ορχήστρες μπήκαν στη Σαρακατσάνικη μουσική παράδοση, τα νεότερα χρόνια για καθαρά πρακτικούς λόγους και υπό την επίδραση του ραδιοφώνου και του γραμμοφώνου. Τα Σαρακατσάνικα τραγούδια ήταν αντιφωνικά. Δηλαδή, έλεγε η μία παρέα τον ένα στίχο, σταματούσε, τραγουδούσε η δεύτερη παρέα τον ίδιο στίχο και συνέχιζαν το τραγούδι οι πρώτοι. Σε κάποια γλέντια τους συνόδευαν οι ήχοι της τζαμάρας και του ταψιού. Τα τραγούδια αυτά, δεν χορεύονταν. Η τζαμάρα ήταν το μόνο Σαρακατσάνικο μουσικό όργανο, ένα είδος φλογέρας, με τρία μέρη που βγάζει ένα βραχνό παραπονιάρικο ήχο, πολύ διαφορετικό από τον οξύ της φλογέρας. Στα τραγούδια με το ”ταψί” οι δύο παρέες τραγουδούσαν αντιφωνικά, ενώ κάποια μεγάλη σε ηλικία συνήθως Σαρακατσάνα, ”γύρναγε”, δηλαδή στριφογύριζε επιδέξια το ταψί σε κατακόρυφο άξονα, με το χέρι της, στο οποίο φορούσε πολλά δαχτυλίδια. Αυτά κροτάλιζαν πάνω στο ταψί παράγοντας ένα μοναδικής αρμονίας, μεταλλικό ήχο. Όταν χόρευαν οι Σαρακατσάνοι, πάλι τραγουδούσαν ”με το στόμα”. Τα τραγούδια τους άγγιζαν όλα τα θέματα. Της ξενιτιάς (αφού έφευγε κάποιο προσφιλές πρόσωπο στα ξένα) του γάμου, νυφιάτικα, της αγάπης, περιγελαστικά – σκωπτικά, αλλά και μοιρολόγια (Υπήρχαν άλλωστε και ”ειδικές” μοιρολογίστρες). Τις θεματικές ενότητες των Σαρακατσάνικων τραγουδιών, μπορεί να δει κανείς και στα βιβλία με τα Σαρακατσάνικα τραγούδια, που κυκλοφορούν τελευταία.

Τα Σαρακατσάνικα κονάκια

Ο γάμος ήταν η μεγαλύτερη κοινωνική εκδήλωση της ζωής των Σαρακατσάνων. Φυσικά είναι αδύνατο να γίνει πλήρης καταγραφή του σε λίγες σελίδες. Θα περιοριστούμε σε ένα χρονολόγιο του γάμου με απλές αναφορές, για να ξαναφέρουμε στην μνήμη των παλιών και να κεντρίσουμε το ενδιαφέρον των νεότερων. Ο γάμος (χαρά) διαρκούσε επτά ημέρες. Συνήθως ξεκίναγε Τετάρτη και τελείωνε («χάλαγε») τη Τρίτη. Κάθε μέρα γινόταν συγκεκριμένα έθιμα. Την πρώτη μέρα του γάμου (Τετάρτη ) ξεκινά ο γάμος στο κονάκι του γαμπρού. Την ίδια μέρα «έπιαναν» τα προζύμια για την «κλούρα» του γάμου. Η Πέμπτη κυλούσε χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο. Το απόγευμα της Παρασκευής, πριν δύσει ο ήλιος, ράβονταν ο φλάμπουρας από τον «μπράτιμο». Στο κονάκι της νύφης πιάνανε τα προζύμια και η νύφη έπαιρνε τη θέση της πίσω από το «τσόλι». Το Σάββατο ξύριζαν το γαμπρό και ξεκινούσε για το κονάκι της νύφης φορώντας τα ρούχα του «ζυϊασμένα» από τη μάνα του. ¨όταν πλησίαζαν το κονάκι της νύφης πήγαινε πρώτα μια επιλεγμένη ομάδα- πάντα μονός αριθμός- οι «σχαριάτες». Μετά έφθανε όλο το συμπεθεριό με το γαμπρό που διανυκτέρευε σε συγγενείς της νύφης. Όλο το βράδυ περνούσε με χορό και τραγούδι. Το πρωί της Κυριακής φίλευαν τους συμπεθέρους. Ο μπράτιμος, ο νουνός ( έτσι λεγόταν ο κουμπάρος ) και τα κουνιάδια «πόδεναν» τη νύφη, έβαζαν στο κεφάλι της τον πέπλο ( κούκλος) και την περνούσαν το ζωνάρι. Μετά έφευγαν για τις στέψεις αφού ο γαμπρός ζωνόταν και μπατσαλίζοταν από τον πεθερό. Μετά τις στέψεις έφθαναν χωριστά στο κονάκι του γαμπρού. Τη νύφη τη δέχονταν ο πεθερός με τάματα για να «ξεπεζέψει» ενώ η πεθερά με το πιάτο από «ζαχαράτα». Τη Δευτέρα το γλέντι ξεκινούσε με το γαμπρό και τη νύφη να χορεύουν με το μπράτιμο στη μέση. Το απόγευμα είχαμε το ξεσάκιασμα της προίκας της νύφης και το βράδυ γλέντι με χορό και τραγούδια. Την Τρίτη ήταν το τελευταίο τραπέζι και γλέντι με τους συμπεθέρους. Το μεσημέρι ο γάμος τελείωνε. Μετά από μέρες οι γονείς της νύφης επισκέπτονταν τους νεόνυμφους και ακολουθούσε η εθιμοτυπική επίσκεψη της νύφης στους δικούς της, τα «πιστρόφια».

Σαρακατσάνοι Νύφη και Γαμβρός

Πηγές: Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών (Λαογραφικό Μουσείο Σαρακατσάνων) και το κείμενο αναδημοσιεύεται από το users.sch.gr/epap/

πηγή: http://ellas2.wordpress.com

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

Η μάνα η Λευκαδίτισσα

Η μάνα η Λευκαδίτισσα. Τη βλέπω στις αλυκές να σηκώνει ξυπόλυτη, σε μια ποδολόγα, αλάτι στο κεφάλι της. Κόντρα στη φτώχεια. Με αντίσταση στην απόγνωση. Πικραμένη από τη μοίρα. Αλλά με δύναμη. Με υπομονή. Με πλοηγό την αμόλυντη ψυχή της. Τη βλέπω στην Καρυά, νύφη στο χωριάτικο γάμο με αυτή την αρχοντική λευκαδίτικη φορεσιά, τη μεγαλοπρεπή. Να κεντάει με καρτερικότητα και φαντασία. Με παραδειγματική απλότητα. Να κουβαλάει το νερό με τον τέντζερη στο κεφάλι με δεξιοτεχνία. Με θάρρος.

Τη βλέπω στα αμπέλια να σκάβει με αντρίκεια δύναμη, στα χωράφια, στα αλώνια, στον αργαλειό. Στους Σφακιώτες, στα Χορτάτα, στον Αη-Πέτρο, στην Εξάνθεια. Τη βλέπω στους βόλτους στην Εγκλουβή, στα μελίσσια στο Αθάνι, στις ψαρόβαρκες στα Σύβοτα, στη Λυγιά. Τη βλέπω παντού. Να ανάβει με ευλάβεια, με φροντίδα το καντήλι στο εικονοστάσι. Η αρχόντισσα της παράδοσης. Με τα περίσσια αποθέματα ψυχής για να προκόψουν τα παιδιά της, τα βλαστάρια της. Η μάνα η Λευκαδίτισσα.




Τη βλέπω στη Χώρα να αναστενάζει πίσω από τα παραθυρόφυλλα, να κλαίει μαζί με τη βροχή πάνω στον τσίγκο. Ν’ ασβεστώνει το καντούνι του Πουλιού, στην Αγία Παρασκευή, στην Αγία Κάρα, στον πίσω Μόλο. Να περιμένει με καρτερικότητα τον ψαρά, τον άντρα της, μέχρι τα χαράματα. Να ρίχνει μεγαλοβδομαδιάτικα το “κομμάτι”. Και με το κουράγιο συνοδοιπόρο να παίρνει το δρόμο για τον ελαιώνα, στην Απόλπαινα για να αναρωτηθεί γιατί τόσοι σταυροί νέων ανθρώπων καρφωμένοι στο χώμα. Τη βλέπω στο Σπαρτοχώρι να αγναντεύει αναστενάζοντας τη θάλασσα, περιμένοντας τον γιο της, τον άντρα της από τα καράβια. Κι ένα δάκρυ να κυλάει στο αυλακωμένο της πρόσωπο. Το χαρακωμένο από τις πίκρες. Και με τα ροζιασμένα χέρια της να σκουπίζει τα δάκρυα. Η μάνα, η Λευκαδίτισσα.


Τη βλέπω να σταυροκοπιέται στην Κυρά-Φανερωμένη. Να ανάβει το κεράκι δίπλα στα πολυκαιρισμένα τάματα που έμειναν για να θυμίζουν πως η ψυχή, το κουράγιο, η δύναμη είναι συνυφασμένες με τη μάνα. Τη μάνα με το πονεμένο βλέμμα στον ουρανό. Το βλέμμα της απόγνωσης. Το πανωτόκι στην πίκρα. Η μάνα, η Λευκαδίτισσα. Η μάνα μας!! 

 [από το βιβλίο του ΗΛΙΑ Π. ΓΕΩΡΓΑΚΗ ΄Χορεύουν τα κόκκινα' (εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ].

Το κέντημα και τα υφαντά της Σκύρου

Τα κεντήματα της Σκύρου χωρίζονται σε τρεις κύριες κατηγορίες:

Γραφτό κέντημα: 

Τα “γραφτά” διακρίνονται για τη μοναδικότητα και την εξαιρετική τους τέχνη και ονομάζονται έτσι επειδή τα σχεδιάζουν πρώτα και μετά τα κεντάνε. 
 

Η κεντητική παράδοση των Σκυριανών χάνεται στους αιώνες, έτσι, στο μουσείο, σήμερα σώζονται πολύ παλαιά κεντήματα που ανήκαν στην οικογένεια Φαλτάϊτς και παραδόθηκαν από γενιά σε γενιά. Οι περιηγητές που πέρασαν από τη Σκύρο στα χρόνια της Τουρκοκρατίας κι έγραψαν γι αυτή, αναφέρονται με θαυμασμό στα κομψά κεντήματα που έκαναν οι κοπέλες της Σκύρου.
Το “γραφτό”, ήταν αποκλειστικά δημιούργημα της άρχουσας τάξης, ενώ τα σχέδια αποτελούσαν οικογενειακές αποκλειστικότητες που οι Σκυριανές προσπαθούσαν να τις διαφυλάξουν με μυστικότητα για να μην αντιγραφούν.  Ειδικά τα γραφτά κεντήματα, που τόσο ξεχωρίζουν από όλων των άλλων περιοχών της Ελλάδας, έχουν ζωγραφισμένες συμβολικές παραστάσεις που η προέλευσή τους χάνεται στους αιώνες.

 
Στην κατηγορία αυτή των κεντημάτων οι συλλογές του μουσείου παρουσιάζουν μια εξαιρετική μοναδικότητα όσον αφορά τα είδη των συμβολικών παραστάσεων που απεικονίζονται σ αυτά και την ποιοτική απόδοση, τόσο όσον αφορά το σχέδιο, όσο και τους χρωματικούς συνδυασμούς. Πρόκειται για τις προσκεφαλάδες και τα σεντόνια του νυφικού κρεβατιού και τις σκούτες των ποδόγυρων των νυφικών πουκάμισων.

Γραφτό κέντημα: “ο γάμος”. 

Οι συμβολισμοί τους συνδέονται άμεσα με το γάμο και το καλό της οικογένειας, με θέματα όπως ο γάμος, ο πετεινός σύμβολο γονιμότητας, το “ρόδι”, σύμβολο αφθονίας, τα φίδια σύμβολο προστασίας, το δέντρο της Ζωής σύμβολο μακροζωίας, το καράβι σύμβολο της πορείας της Ζωής, τα λουλούδια σύμβολα νεότητας. Εξ άλλου, πολύ συχνά στα κεντήματα αυτά απεικονίζεται ο θεός Πάνας καθώς και οι Νύμφες, τόσο χαρακτηριστικά σύμβολα του γάμου και της ευγονίας.


 
Η αρχική προέλευση των θεμάτων τούτων χάνεται μέσα στους αιώνες, αν και μπορεί κανείς στις συγκεκριμένες απεικονίσεις να διακρίνει επιδράσεις από θεματολόγια εικόνων, τόσο από την Ανατολή και από τη Δύση. Είναι κεντημένα με μετάξια χρωματισμένα με φυτικές βαφές από τις Σκυριανές, πάνω σε λινό ή μεταξωτό ύφασμα.

Τα “ασπροκέντητα”. 

Στην κατηγορία αυτή ανήκουν όλων των ειδών τα στρωσίματα του καναπέ καθώς και μαξιλάρια, το κέντημα στο πουκάμισο του τσοπάνη, η λεγόμενη “αρατζιδέλα”. Πρόκειται για εξαιρετικής τέχνης έργα, λεπτουργήματα στην κυριολεξία, με γεωμετρικά θέματα, που είναι κεντημένα με μετάξι πάνω σε μεταξωτό ή λινό ύφασμα.
Η προέλευση κι αυτών χάνεται στους αιώνες, αλλά θα μπορούσαμε να σημειώσουμε πως έχουν πολλές ομοιότητες με τα λεγόμενα “λευκαρίτικα” της Κύπρου ή τα “Λευκαδίτικα ” της Λευκάδας. Θα μπορούσε να έχουν δυτική επίδραση, κατάλοιπο της Φραγκοκρατίας στις αντίστοιχες περιοχές, όπως και στη Σκύρο.
Τα “κοκκινοκέντητα”. Αποτελούν μια ξεχωριστή κατηγορία κεντημάτων, με γεωμετρικά θέματα, σε μονόχρωμο κόκκινο χρώμα και είναι κυρίως μαξιλάρες και πάντες του καναπέ.  Είναι κεντημένα με μετάξι πάνω σε λινό ύφασμα. Όσον αφορά το θεματολόγιο και την τεχνική μπορούμε να βρούμε ομοιότητες με αντίστοιχα κεντήματα της Πάρου και της Νάξου. Τούτο θα μπορούσε να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι έχουν κοινή την προέλευση, χωρίς να μπορούμε να προσδιορίσουμε το πότε.
Μια ξεχωριστή κατηγορία κεντημάτων αποτελούν τα λεγόμενα “του όρκου”. Πρόκειται για μαξιλάρες και πάντες με γεωμετρικά σχέδια και διάφορα χρώματα, κεντημένα κυρίως πάνω σε λινό. Το είδος του κεντήματος αυτού θεωρείται από τις Σκυριανές εξαιρετικά δύσκολο, ίσως επειδή η ολοκλήρωσή του απαιτεί μέτρημα των κλωστών.

Αξιολογότατη κατηγορία κεντημάτων, που απαιτεί ειδικές γνώσεις, είναι εκείνα που κοσμούν τα νυφικά πουκάμισα, φτιαγμένα από χρυσόνημα πάνω σε βαρύ μετάξι σε πράσινο ή κόκκινο χρώμα. Πρόκειται για αριστουργήματα τέχνης και τεχνικής, και προσδίδουν την τόσο εξαιρετική μεγαλοπρέπεια που διακρίνει τα πουκάμισα της νυφικής φορεσιάς της Σκύρου. Όλες οι κατηγορίες των κεντημάτων αυτών αντιπροσωπεύονται με τον πληρέστερο τρόπο στο μουσείο, δίνοντας μια ολοκληρωμένη εικόνα της τέχνης αυτής της Σκύρου.

Η Υφαντική 

αποτελούσε έναν από τους πλέον δυναμικούς κλάδους της Σκυριανής χειροτεχνίας, αντιπροσωπεύεται με τον πλέον ολοκληρωμένο τρόπο στο μουσείο, όπου τα αντικείμενα αυτά βρίσκονται τοποθετημένα με τον πλέον λειτουργικό τρόπο αναπαριστώντας, μαζί με τα άλλα, τον βίο των Σκυριανών.
 
Κιλίμια με αρχαία σχέδια και ζωηρούς χρωματισμούς, υφασμένα από ντόπιο μαλλί, βαμμένο με φυτικά χρώματα, χρέμια και σακκομαντήλες, ολόμαλλα επίσης, με πολύχρωμη διακόσμηση, κουβέρτες στα φυσικά χρώματα του μαλλιού, “ταβλομάντηλα” σε λευκό βαμβακερό με ειδική ύφανση και διάκοσμο σε μπλε χρώμα, πετσέτες σε μετάξι και βαμβακερό με πολύχρωμη διακόσμηση.
Ακόμη η ειδική κατηγορία των υφαντών από κατσικότριχα στα φυσικά χρώματα του μαλλιού. Τούτα αποτελούσαν οι “τροβάδες”, και οι μεγάλων διαστάσεων σάκοι για τη μεταφορά των ζωοτροφών, κυρίως.
Πηγή: Μουσείο του Μάνου Φαλτάϊτς

πηγή

Νένητα Χίου: Νενητούσικη γυναικεία φορεσιά «η λεπτοτέρα των άλλων»



Εγώ για σένα μάτια μου εμίσεψα στην πόλη
για να σου φέρω καμουχά να σε ζηλεύουν όλοι.

Μ΄ αυτά τα λόγια, λόγια τραγουδιού, ντυνόταν η Νενητούσαινα. Όσοι την έβλεπαν γέμιζαν θαυμασμό και ευαρέσκεια από τη χάρη της, μια και η νενητούσικη στολή αναδείκνυε την λεβεντιά της και, την λυγερή της κορμοστασιά, γιατί η στολή αυτή ήταν πιο λεπτεπίλεπτη από τις άλλες και λιγότερο φορτική όπως αναφέρει ο Άμαντος και η Αιμ. Σάρρου και εξ αυτών ο Βικτ. Κουκουρίδης.
Επτά πήχες ( περίπου 4,5 μέτρα) μήκος και ¾ του πήχη (περίπου μισό μέτρο) ήταν το πλάτος του υφάσματος που αποτελούσε το σπουδαιότερο τμήμα της χωριάτικης νενητούσικης στολής που ήταν ο κεφαλόδεσμος ή το σαρίκι που αποτελεί ευγενικό αντιπρόσωπο του αρχαίου κρηδέμνου και κεκρυχάλου.
Το σαρίκι ήταν διαφορετικό στην καθημερινή φορεσιά από αυτό στην σκολιάτικη (γιορτινή). Στην καθημερινή στολή το σαρίκι φτιαχνόταν από μπρουζούκι, δηλαδή από λευκό μεταξωτό πανί, ή από το λεγόμενο «σγουρό» που ήταν επίσης μεταξωτό πανί χρώματος υποκίτρινου όπως ήταν το χώμα του φυσικού μεταξιού που φτιάχνει ο μεταξοσκώληκας. Το σαρίκι της καθημερινής φορεσιάς ήταν από βαμβακερό ύφασμα το λεγόμενο «καταχίντικο». Βαμβακερά υφάσματα φτιαχνόταν και υφαίνονταν στο χωριό μας και αναφέρεται ότι υπήρχαν ντόπιες κλώστριες και αναλώτριες (αρχ. ταλασιουργαί) και ακόμα αναφέρεται ότι στο χωριό λειτουργούσε σχολή υφαντικής η οποία σταμάτησε πριν από το 1960. Τα βαμβακερά υφάσματα βαφόταν επί τόπου κίτρινα με κρόκο.
Το σκούφωμα της κοπέλας γινόταν από έμπειρη γυναίκα, θα θυμούνται οι μεγαλύτεροι την Δέσποινα Λυμπέρη, η οποία πρόθυμα ακολουθούσε το χορευτικό τμήμα του συλλόγου μας ως το 1985 για ανάλογο σκοπό. Η κοπέλα που θα σκουφωνόταν χώριζε τα μαλλιά της με χωρίστρα στη μέση και το κάθε μέρος, το χώριζε και πάλι στα δύο. Το μπροστινό τμήμα, πήγαινε στον κάθε κρόταφο (ινίο) και το πίσω προς το κάθε αυτί. Το μπροστινό τμήμα των μαλλιών έπεφτε με μέρος του σαρικιού που κατέβαινε από το μπροστινό μέρος του κεφαλιού και κατέληγε περιστρεφόμενο μέχρι το στήθος. Το υπόλοιπο τμήμα των μαλλιών μαζευόταν στο πίσω μέρος του κεφαλιού και συγκρατιόνταν με λεπτό φακιόλι που λεγόταν στρουγγιό ή βαλέττο (στις φορεσιές των αρχαίων συναντάται κάτι ανάλογο το οποίο ονομαζόταν άμπυξ). Η δεξιά ακρομαντηλία ήταν μακρύτερη. Ο κεφαλόδεσμος της καθημερινής φορεσιάς είχε στην άκρη της δαντέλα, ενώ της σκολιάτικης είχε κρόσσια.
Άλλο τμήμα της φορεσιάς ήταν αυτό που έμπαινε πάνω από το υποκάμισοκαι λεγόταν μπουστομάνικο. Το μπουστομάνικο ήταν ένας χιτώνας με χέρια που κατέληγαν σε λεπτοκεντημένες χειρίδες. Ο χιτώνας αυτός ήταν κατασκευασμένος πάλι από μπρουζούκι. Στο πάνω μέρος του έφερε το λεγόμενο σαμαράκι που ήταν ένα κοντό εξωτερικό πολύπτυχο ρούχο χωρίς μανίκια που φοριέται αμέσως μετά το μπουστομάνικο, σαν γιλέκο και ήταν φτιαγμένο από μάλλινο ύφασμα. Το σαμαράκι αυτό, άρχιζε από την ωμοπλάτη και έφτανε μέχρι την οσφύ. Το τμήμα γύρω από τον αυχένα φτιαχνόταν από μεταξωτό ύφασμα χρώματος κυανού ή κόκκινου και κατέληγε σε τριγωνικό τμήμα το λεγόμενο τραχηλικό. Το μπροστινό μέρος του σαμαρακιού δεν είχε πτυχές και δενόταν πλαγίως και αριστερά με το λεγόμενο γαϊτάνι ( ποτέ δεν είχε η νενητούσικη φορεσιά κουμπιά όπως και καμιά στολή σε όλα τα μαστιχόχωρα).
Το στήθος εν συνεχεία καλυπτόταν με το στηθοπάνι που ήταν ένα μεταξωτό μαντήλι καμουχένιο. Συγκρατιόταν κάτω από τις μασχάλες και έφτανε μέχρι τη μέση της κοιλιάς. Το πάνω μέρος του, ο βέλιος, είχε στολίσματα που δήλωναν και την οικονομική κατάσταση της κοπέλας που το φορούσε. Το καλοκεντιμένο και στολισμένο στηθοπάνι λεγόταν και κατηφές.
Τη φορεσιά συμπλήρωνε η φούστα. Η καθημερινή φτιαγμένη από κάμποτο, η σχολιάτικη από χασέ. Πάντα κάτασπρη με πτυχές, δεμένη στην οσφύ με βρακοζώνη. Η γυναικεία φορεσιά δεν είχε ζώνη στα Νένητα. Αναφέρεται ότι οι μεγαλύτερες γυναίκες φορούσαν και ποδιές μπροστά τους, τις προσθέλες. Ακολουθούσαν οι περικνημίδες (πλεκτές κάλτσες), πάντοτε λευκές και για υποδήματα φοριόνταν παντούφλες, κεντητές συνήθως. Αναφέρεται ότι οι φορεσιές αυτές άντεχαν τόσο πολύ στο χρόνο ώστε η κάθε γυναίκα περνούσε τη ζωή της με 2-3 ενδυμασίες.
Την ενδυμασία επικουρικά συμπλήρωναν ακόμα μερικά τμήματα, ένα απ’ αυτά ήταν η καμιζόρα, η οποία έμπαινε πάνω από το σαμαράκι σαν την επωμίδα των αρχαίων. Ήταν κατασκευασμένη από τσόχα ή από ατλάζι και είχε χρώμα κυανό ή βαθύ καστανό. Πάντα γαρνιρισμένο με μεταξωτό, κόκκινο γαϊτάνι. Στα μεγάλα κρύα φοριόταν μακριές καμιζόρες. Και τέλος, το κοντογούνιτο λεγόμενο σεϊμένικο.
Καταλήγοντας ας πούμε ότι με τα υφάσματα της φορεσιάς, τα μεταξωτά και τους καμουχάδες, τα καφατιανά πανιά από την Καφάτη της Κριμαίας και τα στουπιά, η αγνότητα και το ευτράπελο του χαρακτήρα των χωρικών τα συνδύαζε σε τούτες τις παρακάτω ρίμες, που αφενός για να παρηγορήσουν τη γεροντοκόρη έλεγαν… :
Και τα στουπιά παντρεύονται κι οι απολαναρίδες
μα τα καφατιανά πανιά κάθονται στις θυρίδες.
Αλλά αφετέρου να καταδείξουν τις υπερβολικές απαιτήσεις της μάνας της, η οποία στέκονταν εμπόδιο στα προξενιά της κόρης γιατί προτιμούσε «για χρυσάφι για στο ράφι» συμπλήρωναν :
Εσύ ’σαι η μπαμπακερι εσύ και η χασένιη η κόρη βάζει το πανί μα η μάνα το ξεφαίνει. [Κωνσταντίνος Βούκουνας, Πηγή]

πηγή

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Κατηφένια, η παραδοσιακή μεγαρίτικη φορεσιά



Παρακολουθήστε βήμα βήμα το ντύσιμο δυο κοριτσιών με την παραδοσιακή μεγαρίτικη φορεσιά, τα κατηφένια. Πρόκειται για την επίσημη φορεσιά της Μεγαρίτισας, ενώ στο παρελθόν αποτέλεσε τη νυφική φορεσιά των Μεγάρων.

πηγή:  http://www.megaratv.

Κυπριακές Παροιμίες

 Η παροιμία είναι ένα πνευματικό δημιούργημα που χάνεται στα βάθη του χρόνου και κανένας δεν ξέρει από που κρατά η ρίζα της. Ακόμα και οι πρωτόγονοι λαοί έχουνε τις παροιμίες τους, και είναι να θαυμάζει κανείς την παρατηρητικότητα και την εκφραστική ευστοχία εκείνων που τις έπλασαν. Τον καλύτερον ορισμό γι΄αυτήν τον έδωσε ο Αριστοτέλης: η παροιμία είναι η «μεταφορά απ΄είδους επ' είδος». Χαρακτηριστικό των παροιμιών σε όλες τις εποχές είναι το πολύχρηστο και η συντομία.
Οι παροιμίες είναι παρομοιώσεις που με τον καιρό έγιναν πάγκοινες και λέγονται πάνω στις διάφορες πράξεις και στους λόγους των ανθρώπων για να γίνεται μεταφορικά ο χαρακτηρισμός τους. Άλλοτε είναι το πόρισμα ενός μύθου: πάνω σε πράξεις ή λόγους λέγεται ολόκληρος μύθος. Όταν όμως η παροιμία είναι ευκολονόητη, τότε λέγεται μόνον αυτή, χωρίς επεξήγηση. Τις παροιμίες χαρακτηρίζει, κατά το περισσότερο, ευτράπελος και ειρωνικός τρόπος, και οι πιο πολλές έχουνε για βάση τους τον φυτικό κόσμο, τον βίο των ζώων και των ανθρώπων ή προέρχονται από παροιμιώδης μύθους.
Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν τις παροιμίες τους, όπως παροιμίες είχαν και οι Βυζαντινοί.
Παροιμίες ακούμε κ΄εμείς σήμερα σε κάθε κουβέντα γύρω μας, και μπορεί κανείς να τις χαρακτηρίσει σαν επιβίωση του παρελθόντος μέσα στο παρόν όταν βλέπει πλήθος απ' αυτές να έχουν τις αντίστοιχές των σε μακρινές εποχές. Οι αρχαίοι έλεγαν: «Πέτραν κοιλαίνει ρανίς υδάτων ενδελεχούσα». Σήμερα ακούγεται: «Σταλαγματιά-σταλαγματιά το μάρμαρο τρυπιέται».
Οι Κύπριοι έχουν τις δικές τους παροιμίες, όπως οι αδελφοί τους Ελλαδίτες, από τον αδιάσπαστο φυλετικό δεσμό που τους ενώνει με την ακατάλυτη κ΄αιώνια ρίζα του Ελληνισμού.
Από τις εκατοντάδες των παροιμιών του Κυπριακού Λαού δίνουμε εδώ ένα σύντομο δείγμα παρμένο από τις πλούσιες πηγές των κυριότερων λαογράφων του τόπου καθώς και από διάφορες σποραδικές αφηγήσεις κατοίκων της υπαίθρου όπως τις εσημειώσαμε στην Κύπρο.

 Παροιμίες

 Που άδρωπον στενοπερίσσευτον ππαράες μεν δανειστής.
Μην επιδιώκεις κάτι που είναι αδύνατο να γίνη.

'Οπκοιος ΄νεκατώννει τα χώματα εννά γεμώσουν τ΄αμμάδκια του.
Όποιος καταπιάνεται με έργα αλλότρια κινδυνεύει να πάθει και ζημιά.

Δώσ' τον τζυρά, τον άντραν σου και λάμνε (τρέχα) γύρευκ' άλλον!
Για όσους ασυλλόγιστα χαρίζουν κάτι, ενώ το έχουν απόλυτη ανάγκη.

Το καλομάλαον (ήμερο) αρνίν φαίνεται ΄που την μάντραν.
Ο καλός και άξιος άνθρωπος φαίνεται από τα μικράτα του.

Απού πειράζει τον γάδαρον πίννει τες πορκιές του.
Όποιος συνδέεται με πρόστυχους ας έχει υπόψη του και τα δυσάρεστα επακόλουθα.

Επολοήθηκεν (απάντησε) κι ο γάδαρος ΄που την αππέσσω πάγνην (πάχνι).
Ανακατεύονται στη σηζήτηση απρόσκλητοι χωρίς καλά-καλά να ξέρουν περί τίνος πρόκειται.

Μιτσίν (μικρό) γαούριν νωπόν (νέο) φαίνεται.
Οι κοντοί άνθρωποι φαίνονται μικροί αλλά δεν σημαίνει ότι και είναι.

Όσον μισώ τα κάρταμα (το φυτό κάρδαμο), στα γένεια μου βλαστούσιν.
Για όσους έχουν την ατυχία να μη μπορούν ν' απαλλαγούν από ό,τι ιδιαίτερα αποστρέφονται.

Πριν εγυρεύκαν ΄που γενιάν, τωρά γυρεύκουν πόχει,
μα πόχει νουν και στόχασην πάλε γενιάν γυρεύκει.
Πρέπει και σήμερα κανείς στην παντρειά να προτιμά την αρετή από τα πλούτη.

Το γλήορον και το καλόν ΄εν παν μαζίν τα δκυό τους.
Η καλή δουλειά δεν γίνεται με βιασύνη.

Πού΄χει κατάραν του παππού πάει τον Μαν (Μάη) αρκάτης (εργάτης),
κι απού΄χει του πρωτοπαππού πάει τον Πρωτογιούννην (Ιούνιο).
Οι κατάρες των γονιών, και ειδικά του παππού και του προπάππου, είναι πολύ βαριές.

Που Σάββατον ως Σάββατον ελύτζιασεν (έγινε φαλακρός) ο κκέλης (ο φαλακρός).
Κάθε δουλειά για να πετύχει θέλει και τον απαιτούμενο καιρό.

Παρακάλε το μάλιν (περιουσία) της γεναίκας σου να΄ν΄γυαλλικά.
Καλύτερα τα προικιά της γυναίκας σου νά ΄ναι από γυαλικά για να μπορείς να της τα σπάσεις πάνω στον δίκαιο θυμό σου.

Αντίς να σε φουμίζουσιν (παινεύουν) οι ξένοι κ' οι δικοί σου,
φουμίζεσαι παρτίκα μου, ατή σου κι απατή σου.
Για κείνους που εγκωμιάζουν οι ίδιοι τον εαυτό τους.

Αρρωστοφαγιά, κατεβασιά της πείνας.
Για όσους προσποιούνται τον άρρωστο για να φάνε καλύτερο φαΐ.

Ένας πελλός (τρελός) να γνωριστή έν και θέλει κουδούνιν.
Τα μεγάλα ελαττώματα δεν μπορούν να κρυφτούν.

Τάϊσ' τον πελλόν, να σου μα(γ)αρίση κιόλας.
Για κείνους που, αντί ν' αναγνωρίζουν το καλό, το πληρώνουν με αχαριστία.

Άλλοι τον πεύκον κι αν ραή!
Αλίμονο στον δυνατό που θα χτυπηθεί από τη μοίρα.

Εν΄δανεικά τα πίσκαλα (χειροκροτήματα) στον γάμον.
Όταν θέλει να πει κανείς πως παραμένει ανταπόδοση σε μια του εκδούλευση.

Η ρκά (γριά) έτσι καταχείμωνα τ' αγγούριν εθθυμήθην.
Για κείνους που γυρεύουν κάτι έξω απ΄τον καιρό του.

Επήες έναν τόπον πών' ούλλοι στρα(β)οί; δήσε κ' εσού τ' αμμάδκια σου.
Άμα βρεθής με ανθρώπους αμόρφωτους, κάνε κ΄εσύ τον αμόρφωτο αν θες να περάσεις καλά μαζί τους.

Άλλοι ζιούσιν με τον κόπον κι άλλοι ζιούσιν με τον τρόπον.
Για τους καταφερτζήδες που καλοπερνούν μεταχειριζόμενοι πλάγια μέσα.

Ο άρκοντας έφαν κ' έβρασεν, κι ο φτωχός έφαν κ' ερίασεν (κρύωσε).
Ο πλούσιος έχει φαγητό και ζεστασιά, ενώ ο φτωχός για να φάει πρέπει να πουλήσει ακόμη και τα ρούχα του.

Ώστι να γινή το κκέφιν του αρκόντου, του φτωχού εξέ(β)ην (βγήκε) η ψυχή του.
Για την αδιαφορία των πλουσίων μπρος στη δυστυχία των φτωχών.

Το χωρκόν εν' γεμέτον κλιθθάριν (κριθάρι) κι ο γάδαρος μου πεθυμά το.
Για όσους επιθυμούν κάτι που, ενώ μπορούν, δεν βρίσκουν τον τρόπο ή την ευκαιρία να το απολαύσουν.

Ψεματινόν λακκιρτίν  στο μεϊτάννιν ΄εν ιβκαίνει.
Ψεύτικη κουβέντα δεν βγάνει άδικα στη φόρα.

Καλός-καλός ο χοίρος μας κ' εξέβην χαλαζιάρης.
Για όσους δίνουν πολλές ελπίδες και στο τέλος απογοητεύουν.


Του κόσμου τ΄αναέλαστρον (περίγελως) του κόσμου ανα(γ)ελά του.
Για μωρούς και γελοίους που κοροϊδεύουν τους άλλους.

Εγιώ σ' έχτισα, φούρνε μου, κ' εγιώ ΄ννα σε χαλάσω.
Λέγεται σ' εκείνους που ανέβηκαν ψηλά με την βοήθεια άλλων μα που ξεχνούν τους ευεργέτες των.

Απών' εί(δ)εν (όποιος δεν είδε) βουνά και κάστρη εί(δ)εν τον φούρνον κ' εποθαμμάστην.
Όποιος δεν έχει δει μεγάλα και ωραία πράγματα, βλέπει έκθαμβος τα μικρά και ασήμαντα.

Ο αλουπός εχώννετουν κ' ο νούρος (ουρά) του εφαίνετουν.
Για όσους κάνουν κρυφά κάτι, νομίζοντας πως δεν τους έχουν αντιληφθεί, ενώ μόνοι τους προδίδονται.

Λόγια και νερόν πέρνει τα ο ποταμός.
Τα λόγια φεύγουν, τα έργα όμως μένουν.

Κατά μάναν, κατά τζύρην, κατά θκειόν καραβοτζύρην.
Τα προτερήματα και τα ελαττώματα των γωνιών και των συγγενών κληρονομούνται απ΄τα παιδιά.

Η ρκά έν τ΄όρπιζεν ν' αρμαστή (παντρευτεί) και θέλει και πουπανωπροίτζιν (πανωπροίκι).
Για όσους δεν αρκούνται σ' αυτά που τους έφερε η τύχη αλλά ζητούν και περισσότερα.

Εί(δ)εν ο ανεβράκωτος βρατζίν κ' εξιππάστην.
Λέγεται για τους νεόπλουτους και τα καμώματά τους.

Κατεβαίνει η ορκή του Θεού ΄που τα τζεραμίδκια.
Για τα ανεπάντεχα κακά που βρίσκουνε τον άνθρωπο.

Τ' αμμάτιν (το κακό μάτι) πύρκον (πύργο) καταλυεί κι ανώγεια βάλλει κάτω.
Για τον φθόνο που προξενεί μεγάλα κακά στους ανθρώπους.

Απού πεινά κ' εν τρώει θαρκέται (νομίζει) ένν' αρκοντύνη,
κ' έννα πεθάνη άξιππα (άξαφνα) κ' η πείνα εννά του μείνη.
Λέγεται για τους φιλάργυρους που στερούνται άδικα τα πάντα στη ζωή τους.

Ο αλουπός στον ύπνο του πετειναρούδκια εθώρεν.
Για όποιον φαντάζεται πως θα τον ευνοήσει η τύχη.

Τούτ' η πίττα κ' η κανάτα μας αφήκαν δίχως βράκαν.
Ο λαίμαργος, για χάρη της κοιλιάς του, πολλές φορές στερείται και τα πλέον απαραίτητα.

ο κάττος κι αν εγέρασεν τα νύχια που' χεν , έχει τα.
Για κείνους που διατηρούν και στα γεράματα ένα προτέρημα ή ελάττωμά τους.

Ο Μανώλης με τα λόγια χτίζει ανώγεια και κατώγια.
Για όσους φλυαρούν χωρίς καμμιά σοβαρή σκέψη.

Βλέπε πρώτα την γούγιαν (ούγια του υφάσματος) και διάλεξε πανίν.
Κοίτα πρώτα τη μάνα και πάρε το παιδί.

Ο πάππος έφαν (έφαγε) τ' όξινον (λεμόνι)  και μούθκιασεν (εμούδιασε) τ' αγγόνιν.
Ότι κακό κάνουν οι γονείς, το πληρώνουν τα παιδιά.

Τον αλουπόν η τρύπα του ΄εν τον εχώρεν κ' ετράβαν και τριζοκολόκαν (ξεροκολοκύθα).
Γι' αυτούς που καταπιάνονται με πράγματα ανώτερα από τις δυνάμεις τους.

Όσην αμάνταν (ησυχία) έχει ο νούρος  του φόραδου (φοράδας) τόσην έχει κο ο φτωχός ανάπαψην.
Ο φτωχός δεν ξεκουράζεται ποτέ.

 Γεωργικές Παροιμίες 

Άλετρον ξυσμένον, σπαθίν ακονισμένον.
Όταν τα αλέτρι είναι καθαρό, η καλλιέργεια της γης γίνεται καλύτερα.

Αν ποτίσης και κοπρίσης, σί(γ)ουρα εννά γιωρκήσης.
Με την περιποίηση της γης σου θα εξασφαλίσεις καλή σοδειά.

Γελάς της γης κρυφά; τζείνη γελά σου φανερά.
Αναλογα με την καλή ή κακή καλλιέργεια η γη σου θα σε πληρώσει.

Τον νερόν του Οχτώβρη και το νερόν του Μάρτη
αν δεν έχεις τόπον να το βάλης, βάρτο μέσ' το πιθάριν.
Τόσο είναι ωφέλιμα τα βρόχινα νερά αυτών των δύο μηνών για τα δέντρα και τα γεννήματα ώστε ο γεωργός πρέπει να τα μαζεύει για μια ώρα ανάγκης.

Ο βους αν δεν αλώνεβκεν (αλώνιζε), ο νιός αν δεν εθέριζεν κ' η κόρη αν δεν εγένναν,
ποττέ τους εν εγέρναν (γερνούσαν).
Το κάθε πράγμα έχει το λόγο του για να γίνεται.

Άμα ο βασιλιάς εν΄πίσω, εν΄ούλλα πίσω.
Πάνω απ΄όλα τα προϊόντα της γης το σιτάρι είναι ο βασιλιάς. Γι' αυτό, αν το σιτάρι δεν αναπτυχθεί εξαιτίας της αναβροχιάς, όλες οι σπορές των δημητριακών δεν προκόβουν.

Βκάλε παλλούραν (θάμνος αγκαθερός), να φας κουλλούραν.
Δηλ., καθάρισε το χωράφι σου από τ΄αγριόχορτα για να είναι το χώμα του γόνιμο όταν το σπείρεις.

Αν θέλης να πλήξης (στενοχωρηθείς) ή να χαρής, έλα τον Μάη να με δης.
Σημαίνει ότι από τον μήνα Μάη, που ωριμάζουνε τα στάχυα, φαίνεται και η ποιότητα του σιταριού αν θα είναι καλή ή κακή.

Τσάππισ' τους όχτους (άκρες) των χωραφκιών σου, να γεμώσουν οι γύροι των αλωνιών σου.
Όσο πιο εντατικά περιποιηθείς τη γη σου τόσο πιο άφθονη η συγκομιδή σου.

Τον Φεβράρη (Φλεβάρη) έλα 'δε με, και τον Μάρτη ξαναδέ με,
κι αν με δης και κυματίζω, σάσε (φτιάξε) σέντε (αποθήκη) να με βάλης.
Αν αυτούς τους δύο μήνες το σιτάρι πάει καλά, τότε η σοδειά θα είναι μεγάλη.


Πηγή: Από το βιβλίο της Αθηνάς Ταρσούλη «ΚΥΠΡΟΣ», τόμος Β', 1963
Μεταφέρθηκε στο διαδίκτυο από NOCTOC