Σελίδες


Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

Λαζαρίνες - Αγκαθιά και Νεοχώρι Ημαθίας

Την Κυριακή  28 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013 στην Αγκαθιά Ημαθίας οι Λαζαρίνες μετά τον καθιερωμένο εκκλησιασμό , θα τραγουδήσουν στα σπίτια του χωριού το ανάλογο τραγούδι (για την αγαπη , τον έρωτα , τον καημό ,  τις κόρες και τους γιους της παντρειάς , τους γραμματικούς , τον πρόεδρο κ.α)


Συμμετέχουν: ο Πολιτιστικός Σύλλογος Νεοχωρίου "ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΔΕΛΤΑ" & Κ.Ε.Ρ.ΛΑ.Π. ΑΓΚΑΘΙΑΣ ΗΜΑΘΙΑΣ.Το έθιμο τελείται στο Ρουμλόυκι το Σάββατο του Λαζάρου και την Κυριακή των Βαίων.

 Χοροδιδάσκαλοι:Σαμαράς Δημήτρης - Καστανά Όλγα

Λαζαρίνες - Λευκοπηγή Κοζάνης , Σαρακήνα Γρεβενών


Τρίτη 23 Απριλίου 2013

Το έθιμο της "Ρουμπάνας"

Το Πάσχα, από τις μεγαλύτερες χριστιανικές γιορτές, γιορταζόταν στα χωριά της Ανατολικής Ρωμυλίας με τριήμερο “χορό” στο μεσοχώρι. Η προετοιμασία για το Πάσχα περιελάμβανε μια σειρά από εθιμικές προδιαγραφές που άρχιζαν τη Μεγάλη Εβδομάδα. Η όλη γιορτή τελείωνε με χορό στην πλατεία του χωριού και τις τρεις μέρες του Πάσχα. Ο “χορός” στην πλατεία ξεκινούσε μετά το μεσημέρι και κρατούσε ώς τη δύση του ηλίου συνοδευόταν πάντοτε από όργανα. Από τα έθιμα της περιόδου του Πάσχα ξεχωρίζει το έθιμο της «ρουμπάνας» όπως το συναντούμε στους πρόσφυγες από το Μεγάλο και Μικρό Μοναστήρι της Βόρειας Θράκης. Το έθιμο της ρουμπάνας τελούσαν το Σάββατο του Λαζάρου οι νέες της παντρειάς, οι οποίες και αναλάμβαναν την οργάνωση και τέλεσή του. Πέρα από τη θρησκευτική του διάσταση είχε έντονο κοινωνικό χαρακτήρα, γιατί έδινε την ευκαιρία στις νέες για μιαν επίσημη τελετουργική έξοδο από το σπίτι και τη δυνατότητα να επιδείξουν τις ικανότητές τους στο τραγούδι και το χορό, που ήταν βασικά του στοιχεία. Το κύριο μέρος του εθίμου ξεκινούσε το μεσημέρι του Σαββάτου. Οι κοπέλες, ντυμένες και στολισμένες συγκεντρώνονταν στην πλατεία του χωριού όπου εξέλεγαν τη «νούνα» που θα ήταν η αρχηγός της «ομάδας», στη συνέχεια επισκέπτονταν όλα τα σπίτια του χωριού. Στο δρόμο τραγουδούσαν ειδικά τραγούδια για το δρόμο, ως την είσοδο του σπιτιού.Μπαίνοντας στην αυλή τραγουδούσαν: Για έβγα μουρ μάλι (μάνα), να ειδής τουν τσιουμπάνη, πώς λαλεί ν’ καβάλα. Φτάνοντας στην πόρτα του σπιτιού στέκονται δυο κοπέλες από τη μια πλευρά της πόρτας και δυο από την άλλη και τραγουδούν τραγούδια, παινέματα, για τα μέλη της οικογένειας.

Έν τω μεταξύ τα άλλα κορίτσια βάζουν το καλάθι που έχουν μαζί τους στη μέση της αυλής και χορεύουν, γύρω από αυτό τραγουδώντας ειδικά, για την περίσταση, τραγούδια μέχρι να πάρουν τα σχετικά φιλοδωρήματα οπότε φεύγουν για άλλο σπίτι. Φεύγοντας τραγουδούν το τραγούδι: ια σκάσι, σκάσι τσιουμπάνι, καλίνου ράντου ντιουλμπέρου, κατόπι σ’ κι δεν έρουμι, καλίνου ράντου ντιουλμπέρου. Αφού περάσουν από όλα τα σπίτια του χωριού καταλήγουν στην πλατεία όπου στήνουν χορό και από κει πηγαίνουν, χορεύοντας στο σπίτι της νούνας και συνεχίζουν το χορό στην αυλή της. 



πηγή


"Ανοίξατε ... να μπουν οι Λαζαρίνες"


Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

Σέρρες :Λαζαρίνες ή Λαζαρικά κάλαντα

'' Ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα βάγια
ήρθε η Κυριακή που τρων τα ψάρια...."

Με στεφάνια από λουλούδια στα μαλλιά και πολύχρωμες κορδέλες, οι Λαζαρίνες προαναγγέλλουν , τραγουδώντας, την ανάσταση του Λαζάρου. Είναι τα κάλαντα του Λαζάρου. 

Για μια ακόμη χρονιά το λύκειο Ελληνίδων, πιστό στις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα, αναβιώνει το πανάρχαιο έθιμο «Λαζαρίνες».Κορίτσια μέχρι 12 ετών ντύνονται Λαζαρίνες με τοπικές ενδυμασίες και τραγουδουν τα κάλαντα του Λαζάρου σε φορείς της πόλης αλλά και στους κατοίκους της.  Το χρηματικό ποσό που θα συγκεντρώσουν θα το διαθέσουν σε φιλανθρωπικούς σκοπούς.

Στην Τερπνή Σερρών την παραμονή του Λαζάρου, κορίτσια, που ονομάζονται Λαζαρίνες, μαζεύουν λουλούδια με τα οποία...
 στολίζουν ένα καλαθάκι. Την ημέρα της εορτής, φορώντας τοπικές ενδυμασίες και κρατώντας το καλαθάκι τους, πηγαίνουν σε όλα τα σπίτια του χωριού, τραγουδώντας τα κάλαντα του Λαζάρου ...;

'' Ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα βάγια
ήρθε η Κυριακή που τρων τα ψάρια.


Σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι 
ήρθε η μάνα σου από την Πόλη
σου 'φερε χαρτί και κομπολόι (καλαμάρι)
γράψε Θόδωρε γράψε Δημήτρη
γράψε Λεμόνα και κυπαρίσσι 
οι κοτούλες σας αυγά γεννούνε 
δώστε μας και μας κανα αυγουλάκι 
να χαρούμε κι εμείς λιγάκι. 


Το Λάζαρο-το Λάζαρο
τ' αυγό το καλαθάκι 
το καλαθάκι θέλει αυγό
κι τσέπες μας κακόσες.


Εμείς εδώ δεν ήρθαμε 
να φάμε και να πιούμε
αλλά σας αγαπήσαμε 
κι ήρθαμε να σας δούμε.
Και του χρόνου."

Σύμφωνα με τον Τερπνιώτη συγγραφέα Νίκο Πασχαλούδη το έθιμο της Λαζαρίνας ήταν συνέχεια αρχαίων εθίμων, αφού όπως υποστηρίζει σε άρθρο του για τα κάλαντα της περιοχής, υπάρχει άμεση σχέση με τα σημερινά κάλαντα και τα έθιμα της αρχαίας Ελλάδας. Η σχέση αφορούσε σε όλα τα κάλαντα, τα κάλαντα του Δωδεκαήμερου, της πρώτης Μαρτίου, του Λαζάρου, και άλλα κάλαντα. Όπως υποστηρίζει σε συγγράμματα του ο κ. Πασχαλούδης στην αρχαιότητα, εκείνοι που ασχολούνταν με το ημερολόγιο, ανακοίνωναν την αλλαγή του χρόνου, ή του μήνα, με τα κάλαντα των παιδιών. Τα παιδιά μετέφεραν το μήνυμα της χρονικής αλλαγής με τραγούδια, που εκτός από τα μηνύματα είχαν κι ευχές. Κι ο κόσμος έδινε στους μικρούς αγγελιοφόρους διάφορα μικρά φιλοδωρήματα.

''Παλιότερα τα κάλαντα λέγονταν στην αρχή κάθε μήνα, ύστερα καθιερώθηκε να λέγονται κάθε πρωτοχρονιά, η οποία άλλαζε κάθε τόσο για διάφορους λόγους. Όμως επειδή οι συνήθειες του λαού δεν άλλαζαν εύκολα, σ' αυτές τις μετακινήσεις της πρωτοχρονιάς, που πήγαιναν μια το χειμώνα και μια την άνοιξη, είχαμε άλλους που τις ακολουθούσαν με τα κάλαντά τους κι άλλους που επέμεναν σ' αυτό που ήξεραν. Έτσι σκόρπισαν τα κάλαντα σε διάφορες χρονικές στιγμές. Με το Χριστιανισμό, το έθιμο με τα κάλαντα επιβίωσε μέσα στο κλίμα του, κι έχουμε μέχρι τις μέρες μας τα κάλαντα του δωδεκαήμερου, τα κάλαντα της 1ης Μαρτίου, τα κάλαντα του Λαζάρου. Τα κάλαντα στην αρχή ήταν χωρίς κανένα θρησκευτικό χαρακτήρα. Τα θρησκευτικά στοιχεία, πρώτα ειδωλολατρικά κι έπειτα χριστιανικά, έμπαιναν στα κάλαντα σιγά-σιγά, και τη θέση των αρχαίων θεών πήρε ο Χριστός και οι άγιοι της χριστιανικής θρησκείας. Έτσι και στα λαζαριανά κάλαντα του χωριού μας φαίνονται ομοιότητες με τα αρχαία κάλαντα'', επισημαίνει μεταξύ άλλων ο κ. Πασχαλούδης.

Γεγονός πάντως είναι πως στην Τερπνή το έθιμο αναβιώνει για περισσότερο από δυόμιση αιώνες

πηγή

"Οι Λαζαρίνες στην επαρχία Ελασσόνας"



γράφει ο Πολυποίτης

Ένα από τα έθιμα των ημερών του Πάσχα που διαδραματίζεται σε πολλές περιοχές του τόπου μας είναι «οι Λαζαρίνες».
Το έθιμο έχει διπλό χαρακτήρα, είναι αφιερωμένο στην ανάσταση του Λαζάρου και ταυτόχρονα στην Άνοιξη. Στον διπλό εορτασμό η συμμετοχή των νέων είναι καθολική και γι’ αυτό το λόγο ονομάζονται οι μεν νέοι Λάζαροι, οι δε νέες Λαζαρίνες.
Σε κάθε περιοχή το έθιμο διαφέρει………αλλού τραγουδούν μονάχα τα κορίτσια, αλλού οι κοπέλες που ετοιμάζονταν για παντρειά, σε άλλα μέρη ομάδες αγοριών. Όσο για το ομοίωμα του Λαζάρου που κρατούν τα παιδιά, αλλού είναι πάνινο κουκλάκι, αλλού έχει τη μορφή τσολιά (Κόρινθος), σε άλλες περιοχές αντιστοιχεί σε ένα σταυρό, ένα στεφάνι ή ακόμα και μια τρυπητή κουτάλα (Σκύρος) ή μια σκούπα (Ξάνθη) ντυμένη με λουλούδια. Σε χωριά της Ηπείρου, από την άλλη, τ’ αγόρια τραγουδούν μασκαρεμένα κρατώντας κουδούνια και γιαταγάνια, ενώ στην Κύπρο γίνεται κανονική αναπαράσταση με ένα από τα παιδιά της ομάδας να παριστάνει το Λάζαρο στολισμένο με κίτρινα άνθη. Πρόκειται λοιπόν για έθιμο που αναβιώνει σε όλη την ελληνική γη, με εντυπωσιακές ιδιαιτερότητες – παραλλαγές σε κάθε τόπο.
Στην παρούσα ανάρτηση θα αναφερθούμε στο έθιμο όπως αναβιώνει σήμερα στην επαρχία Ελασσόνας. Ενδεικτικά «Λαζαρίνες» αναβιώνουν σήμερα στο Μικρό Ελευθεροχώρι όπου καταγράφηκαν τα όσα ακολουθούν, αλλά και στην Κοκκινόγη, στα Γεράνεια, στην Δολίχη, στον Δρυμό, στα Γιαννωτά και αλλού.
Το έθιμο το βρήκαν οι γυναίκες που συναντήσαμε, συνεχίζοντας την παράδοση από τις μάνες και τις γιαγιάδες τους «πάππου προς πάππου» όπως χαρακτηριστικά λέγεται. Στην περίοδο της κατοχής και του εμφυλίου σταμάτησε να γίνεται και ξανάρχισε μετά το ’50. Πρέπει να τονισθεί ότι τα τελευταία χρόνια πολλοί φορείς καταβάλλουν προσπάθεια προκειμένου να μην χαθεί, διατηρώντας ταυτόχρονα τις τοπικές ιδιαιτερότητες – παραλλαγές του εθίμου.
Οι ελεύθερες γυναίκες, λοιπόν, του χωριού, από την Παρασκευή παραμονή «του Λαζάρου», βράζουν το ρύζι το οποίο στην συνέχεια θα μοιράσουν στα σπίτια αντί κόλλυβα, για τον θάνατο του Λάζαρου. Στην συνέχεια όλες μαζί παντρεμένες και ελεύθερες βγαίνουν στους αγρούς για να μαζέψουν «τσάκνα» δηλαδή ψιλά κλαράκια με τα οποία το βράδυ θα ανάψουν φωτιά, να τις συντροφεύει που θα ξενυχτάνε τον νεκρό. Μέχρι αυτό το σημείο δεν ακούγονται τραγούδια, ούτε φυσικά γίνονται χαρές. Η ατμόσφαιρα είναι πένθιμη.
Το Σάββατο το πρωί και αφού προηγηθεί η ανάσταση του Λάζαρου, το σκηνικό αλλάζει, αρχίζουν τα τραγούδια και οι χοροί και κλίμα αισιοδοξίας καλύπτει τα διαδραματιζόμενα. Μετά την εκκλησία οι «Λαζαρίνες» γυρίζουν στα σπίτια του χωριού σε όσα έχουν ανύπαντρες κοπέλες και τραγουδούν για να είναι καλότυχες.

«ΗΡΘΕ Ο ΛΑΖΑΡΟΣ ΚΟΡΙΤΣΙΑ» 
Ήρθε ο Λάζαρος κορίτσια,
να τον παίξουμε,
μες τη χώρα μας κορίτσια
την τρανήτερη.
Την τρανήτερη κορίτσια
κι ως την πρώτη μας,
μας την βάρεσαν,
τα Λαζόπουλα, κορίτσια,
τα τσαμόπουλα.


Πηγαίνοντας στον δρόμο τραγουδούν
 

«ΚΙΝΗΣΑ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ»
Αι, κίνησα στον δρόμο-δρόμο,
στο στενό το μονοπάτι.
Στο στενό το μονοπάτι,
βρίσκω μια μηλιά στον δρόμο.
Αι βρίσκω μια μηλιά στον δρόμο,
Με τα μήλα φορτωμένη.
με τα μήλα φορτωμένη,
άπλωσα να πάρω ένα.
Αι, άπλωσα να πάρω ένα,
κι η μηλιά μ’ απολοήθκε.
Κι η μηλιά μ’ απολοήθκε,
μη μου παίρνεις, μη μ’ αφήνεις.
Αι μη μου παίρνεις, μη μ’ αφήνεις,
τα’ χει ο αφέντης μετρημένα.
τα’ χει ο αφέντης μετρημένα,
κι η κυρά λογαριασμένα.

Σε σπίτι που είχε ελεύθερη κόρη τραγουδούν

Σε τούτο σπίτι πούρ’θαμε
στο μαρμαροστρωμένο
Εδώ έχουν κόρη ανύπαντρη,
κόρη ν’αρραβωνιάσουν.
Προξενητάδες έρχονται
‘που μέσα απου την πόλη,
Εδώ ρωτούν ξαναρωτούν
Της λύιαρης την κόρη.
Που θα’βρω τέτοια λύιαρη(λυγερή).
ξανθή και μαυρομάτα,
Έχει το μάτι σαν ελιά,
Το φρύδι σαν γαϊτάνι,

Το δόλιο το ματόφρυδο
Σαν κρόσσι απ το μαντήλι. 

Παράλληλα περνούν κι από άλλα σπίτια κι ανάλογα με την κατάσταση του σπιτιού ή τη δουλειά του νοικοκύρη τραγουδούν και τα ανάλογα τραγούδια, ενώ καθ’ οδόν τραγουδούν διάφορα τραγούδια “παινέματα” όπως τα λένε.

Δω σε τούτη τη γειτονιά
φύτρωσε μια λεμονιά
απόλκει ρίζες κι κλαριά
κι σκέπασε τη γειτονιά.
Τούτες οι γειτόνισσες
βάζουν σαν τις μέλισσες
σαν τις ζεβρομέλισσες.
Βάζουν τα τσικρίκια τους
βάζουν τα λανάρια τους


Σε σπίτι που είχαν πρόβατα ή γίδια λένε το τραγούδι…..

Σ αυτό το σπίτι πού’ ρθαμε
το μαρμαροστρωμένο,
εδώ έχουν χίλια πρόβατα
και δυό  χιλιάδες γίδια.
Τα χίλιαζαν τα μίλιαζαν,
τα βγάζουν τρεις χιλιάδες.
Στον κάμπο τα κατέβαζαν,
να τα νεροποτίσουν,
και στο βουνό τ’ανέβαζαν
να τα γαλομετρήσουν. 


Αυτό γίνεται όλο το πρωινό και αφού μεσημεριάσει μαζεύονται όλες στην πλατεία κι εκεί χορεύουν και τραγουδούν. Ορισμένα από τα τραγούδια που λένε χωρίς φυσικά την συνοδεία μουσικών οργάνων είναι:

ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ
Τα περιστέρια πετουνται
Στους ουρανούς απάνω
Τα δυο πανούν παρά ψηλά
Κι τ άλλο χαμηλώνει
Κι αυτό που εχαμήλωνε
Τον Γιάννη παραγγέλνει
Τα ακούς Γιάννη μ καλό Γιάννη μ
Το τι σου παραγγέλνουν
Να πας να πεις στις όμορφες
κι αυτές τις μαυρομάτες
τον Μάη κρασί μην πίνουνε
κι όξω μην κοιμηθούνε
τρελάθηκαν τρία παιδιά
και γκυζηρνουν τις νύχτες
σέρνουν ψωμί για τα σκυλιά
κρέας για τα λιοντάρια
σέρνουν και υπνοβότανο
υπνώνουν τα κορίτσια
«ΗΡΘΕ  Η ΧΕΛΙΔΟΝΑ» 
Ήρθε η χελιδόνα,
έφερε χαμπέρι.
Πήραν τον καλό μου,
και τον αδελφό μας.
Πάνε να τον κρεμάσουν,
στο καρφί της πόρτας,
και τα παραθύρια.

«ΣΤΙΣ ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ» 

Στις εβδομήντα εκκλησιές στα εξήντα μοναστήρια
Γραμματικέ μ κι αφέντη μ
Μάνα –ν- γιον εστολιζε –ν- γιον και θυγατέρα-ν
γιος βανει τα κόκκινα κι η θυγατέρα τα άσπρα.
Κι αυτή στα καταγάλανα τα καταφρονημένα
Σαν κίνησαν κι επαηναν κοντά κατ τα Άγιο βήμα
Και σαν τους είδε η εκκλησιά τα κεραμιδιά ρίχνει

«Αγγελίνα» 
Όλες οι νύφες στο χορό, Αγγελίνα μου,
χορεύουν στα σαιάρια, Αγγελίνα μου,
μωρέ μαυρομάτα μου.
Και η Αγγελίνα ορφανή,
χορεύει στο γιλέκι, Αγγελίνα μου,
μωρέ μαυρομάτα μου.
Κι ο βασιλιάς αγνάντευε, Αγγελίνα μου
απ τον γυαλένιο πύργο, Αγγελίνα μου
μωρέ μαυρομάτα μου.
Να’μαν πουλί, να’ μαν πουλί, να πέταγα,
μπροστά στην Αγγελίνα, Αγγελίνα μου,
μωρέ μαυρομάτα μου.
Να πιάσω χε-λελε χέρια παχουλά,
γιομάτα μπιλιτζίκια, Αγγελίνα μου,
μωρέ μαυρομάτα μου.
Να τα’ βαζα-λε να τα’βαζα προσκέφαλα,
τρεις μέρες και τρεις νύχτες, Αγγελίνα μου,
μωρέ μαυρομάτα μου.


Στην συνέχεια όλες μαζί πηγαίνουν στο σπίτι του παπά του χωριού, τραγουδώντας καθ’ οδόν: 

«ΣΙΓΑΝΑ ΠΑΕΙ Η ΒΡΟΧΗ»
Σιγανά πάει η βροχή, σιγανά πάω κι εγώ
στον αφεντη  τον παπά, στην κυρά την παπαδιά.
Την έβρισκα που ζύμωνε και διπλοκοσκίνιζε,
Για να κάνει τις λειτουργιές,
Να τις πάει στην εκκλησιά, στον αφέντη τον παπά.
 


Φθάνοντας…..στην αυλή του σπιτιού, η παπαδιά, η οποία περιμένει, κερνάει τις Λαζαρίνες οι οποίες παραλαμβάνουν τα «βάγια», που έχει μαζέψει από τις δάφνες του χωριού, τα οποία στην συνέχεια μεταφέρουν στην εκκλησία για την επόμενη μέρα που είναι η Κυριακή των Βαΐων. Οι δε γυναίκες τραγουδούν και χορεύουν άλλα τραγούδια όπως: 

«ΑΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΜΟΣΧΟΜΗΛΙΑ»
Απάνω στην μοσχομηλιά
Κι απάνω σε άγριο κλίμα
Εκεί κοιμάται ο δέσποτας
Με το χαρτί στο χέρι
Με το χαρτί, με την Αγιά,
με τα’ Άγιο το Βαγγέλιο.
Σήκω ρε μαύρε δέσποτα
και μην βαριοκοιμάσαι.
Τα μοναστήρια σήμαναν
κι οι εκκλησιές διαβάζουν.
Και η δική μας εκκλησιά
δεν ψέλνει δεν διαβάζει.
Με τα χαρτιά της μάλωνε,
και τα κατηγορούσε.
Χαρτιά ιεροχάρτια μου,
χαρτιά της Παναγίας.
 


«ΛΑΖΑΡΙΑΤΙΚΟ» 
(για το μικρό παιδί στο σπίτι του παπά)
Χρυσιά  μανα  μ’, αργυριά  μανα  μ’
μάνα μ’ μαλαματένια,
χρυσόν υγιόν  από’ κάνες
χρυσόν μαλαματένιο.
Χρυσιά  ήταν η εικονίτσα  του,
κι αργυριά  η φασκιά του,
το γάλα που κατάπινε,
αγνί  μαργαριτάρι.


Στον δρόμο προς την εκκλησία ενώ μεταφέρουν τα βάγια τραγουδούν:

«ΒΑΓΙΑ ΚΙ ΤΙ ΜΑΣ ΕΦΕΡΕΣ»
Βάϊα κ ατι μας άργησες
Και άργησες να έρθεις
Βαια  κ’ατί  μας έφερες
τουν  Μάη του καλουκαίρι.
Σας έφερα την Πασχαλιά
και του Χριστός Ανέστη.

Ωρα  καλή σου πασχαλιά
Και πίσω μην γυρίσεις
Καλά να πας καλά να ρθεις
Καλά και να μας εβρεις.

Αφού πάρουν οι Λαζαρίνες τα βάγια από το σπίτι του παπά, πάλι τραγουδώντας  τα τραγούδια του δρόμου ξεκινάνε για την εκκλησία. Εκεί ο παπάς τις περιμένει στην πόρτα. Την ώρα που παραδίνουν στον παπά τα βάγια τραγουδάνε:
«ΚΑΤΩ ΣΤ ΑΡΓΥΡΟΣΤΟΛΙΣΜΑ»
ε- κάτω στ αργυροστόλισμα
και στων κεριών τον τόπο
λε- τρεις λυγερές ανέβαιναν
το χάρο προσκυνούσαν
λε- ανέβαιναν κατέβαιναν
και πάλι προσκυνούσαν
λε- δείξε μας χάρε δείξε μας
το πότε θα μας πάρεις
λε- την κυριακίτσα το πρωί
την άλλη παραπάνω.
 


Ο παπάς βάζει το καλάθι με τα βάγια στη μέση της αυλής της εκκλησίας και οι γυναίκες χορεύουν γύρω από αυτά τραγουδώντας:

«ΣΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟ ΠΛΑΙ» 
Εδώ στης εκκλησιάς το πλάιο
εδώ χορεύουν τα κορίτσια
κι έμορφες κι οι παντρεμένες.
τι όμορφο χορό που κάνουν
κύκλες κύκλες κάνουν καμάρες.
 


«ΒΓΑΙΝΟΥΝ ΤΑ ΙΤΣΙΑ»
Βγαίνουν τα ίτσια από τη γη
λουλούδια από τους κάμπους.
Βγαίνει κι ένα τριαντάφυλλο
πολύ ήταν πεσμένο.
Βασιλικός σαν τα ‘κουσει
πολύ τον κακοφάν’κει.
Εγώ είμαι ένας βασιλικός
στον κόσμο δεν πενιούμαι.

Στην συνέχεια με τα βάγια στολίζουν την εκκλησία για να είναι έτοιμη για την άλλη μέρα Κυριακή των Βαΐων.
Ο χορός των γυναικών, ειδικά αυτή την εποχή που πλησιάζει το Πάσχα, δεν έχει μόνο διασκεδαστικό χαρακτήρα. Στον χορό, νέοι του χωριού θα δούνε τις κοπέλες θα τις καμαρώσουν και στην συνέχεια θα αρχίσουν τα προξενιά ώστε το Πάσχα να
έχουμε χαρμόσυνα νέα.

Την Κυριακή στολισμένες όλες με τα καλύτερα ρούχα τους πηγαίνουν στην εκκλησία όπου μετά την Θεία Λειτουργία στο προαύλιο ξαναστήνουν τον χορό. Εδώ τραγουδάνε τραγούδια ειδικά για την μέρα:

 «ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ» 
Λε σήμερα μέρα του Βαιού
που παίρνει ο κόσμος βάγια.
Λε πάνουν αρχόντοι στην εκκλησιά
να παν να πάρουν βάγια
λε και τα μικρά αρχοντόπουλα
πάνουν να μεταλάβουν.
 


«ΓΙΑ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ»
Σηκώνουμε πολύ πρωί
παίρνω νερό κι νίβουμε
κι πάω στην εκκλησία
στην κυρά την Παναγία.

Τα τραγούδια αυτά και πολλά άλλα ακόμη, τόσο για Το Πάσχα όσο και για άλλες γιορτές, τα καταγράψαμε από ηλικιωμένες γυναίκες του χωριού, οι οποίες αποτελούν και την πιο ουσιώδη πηγή για τα έθιμα του τόπου μας.

Περισσότερες λεπτομέρειες από την εγκυκλοπαίδεια του “Ηλίου” εδώ

πηγή:  http://chilonas.wordpress.com

Τρίτη 2 Απριλίου 2013

Κυπριακή Παραδοσιακή Ενδυμασία: Καρπασίτικο Ανδρικό Γιλέκο



Το καρπασίτικο αυτό ανδρικό γιλέκο είναι κατασκευασμένο από λευκή ριγωτή βαμβακερή αλατζιά και είναι καμωμένο μάλλον για να φοριέται μαζί με τον κωνικό σκούφο της Καρπασίας. Ένα μονοκόμματο ίσιο φύλλο χωρίς ραφή στους ώμους σχηματίζει την πλάτη και το μπροστινό μέρος που έχει κατακόρυφο άνοιγμα. Στα πλάγια κάτω από τη μασχάλη ράβεται με βελόνα ρουτζέλα μια κατακόρυφη λουρίδα με τις ρίγες της ύφανσης σε οριζόντια διάταξη, αντίθετη από εκείνη της πλάτης και των μπροστινών κομματιών. Τα πλαϊνά τμήματα έχουν στο κάτω μέρος τους μικρό άνοιγμα.
Ο στολισμός με επίρραπτα σχέδια από μεταξωτό μπρισίμι και πράσινες και κόκκινες περαστές πετρού(δ)ες, καλύπτει ολόκληρο το στήθος στις δύο πλευρές του ανοίγματος και σχηματίζει τρίγωνο στην πλάτη που απολήγει σε σπείρα. Στο κατακόρυφο άνοιγμα υπάρχει σειρά από θηλιές, πλεγμένες με μπρισίμι, στις οποίες αντιστοιχούσαν χάντρες διαφόρων χρωμάτων για το κούμπωμα.

Η κυπριακή παραδοσιακή ανδρική αστική ενδυμασία

Η ενδυμασία του Κύπριου αστού στα τέλη του 190ύ αιώνα παραμένει ανεπηρέαστη από τα ευρωπαϊκά ενδύματα που φορούν οι μεγαλοαστοί ή οι Ευρωπαίοι πρόξενοι και έμποροι, που είναι εγκατεστημένοι στο νησί. Ουσιαστικά η κυπριακή ενδυμασία δε διαφέρει πολύ από τις ανδρικές ενδυμασίες του υπόλοιπου νησιωτικού ελλαδικού χώρου. Βασικό τεμάχιο παραμένει η φαρδιά πολύπτυχη βράκα με παραλλαγές-στο μέγεθος και σχήμα- ενδεικτικές της προέλευσης αυτού που τη φορούσε.
Η βράκα ήταν καμωμένη από τρία κομμάτια υφάσματος και το πίσω κομμάτι που ήταν πιο μακρύ, ονομαζόταν σέλλα ή βάκλα. Στις πόλεις οι βράκες έπρεπε να έχουν όσο το δυνατό πιο πολλές πιέτες, επειδή όσο περισσότερο ύφασμα χρησιμοποιούσε κανείς, τόσο πιο πλούσιος ήταν. Έτσι, ένας απερίγραπος όγκος από ύφασμα, με αναρίθμητες πιέτες κρεμόταν ανάμεσα στα πόδια ορισμένων αστών και μερικές φορές η βάκλα έφθανε μέχρι τον αστράγαλό τους. Οι κνήμες καλύπτονταν μόνο από τις κάλτσες. Οι αστοί που φορούσαν βράκες αναγκάζονταν να περπατούν πολύ αργά, επειδή ο όγκος αυτός λειτουργούσε φυγοκενρικά. Πολλές φορές μάζευαν την βάβλα κάτω από τη ζώστρα για να μπορούν να περπατούν πιο γοργά. Στην εκκλησιά, όμως, ήταν κανόνας απαράβατος η βάκλα να μένει ελεύθερη προς το έδαφος, ως εκτίμηση προς τον ιερό χώρο.

Την αστική ανδρική ενδυμασία αποτελούσαν λευκό μεταξωτό πουκάμισο, την πλούσια σε πιέτες μαύρη βράκα από ευρωπαϊκό ύφασμα, περίτεχνα κεντημένο βελούδινο γιλέκο, μαύρο μανικωτό κοντογούνιν, μεταξωτή ζώστρα στη μέση και κόκκινο φέσι. Την ενδυμασία συμπλήρωναν παπούτσια τύπου παντούφλας με πλατιές μύτες, οι σκάρπες.
Ενώ οι ψηλές ποδίνες ήταν σχεδόν κανόνας για τους αγρότες, στις πόλεις και σε ορισμένα μεγάλα πεδινά χωριά, οι άνδρες φορούσαν χαμηλά παπούτσια, τις σκάρπες, που τις φορούσαν με μακρυές άσπρες ή ακόμη και με πολύχρωμες κάλτσες.


Η παραδοσιακή ενδυμασία του Κύπριου χωρικού

Η ενδυμασία του Κύπριου χωρικού διακρίνεται εύκολα από τις υπόλοιπες ανδρικές ενδυμασίες. Διατηρώντας τα βασικά γνωρίσματα της νησιώτικης ελληνικής ενδυμασίας, τη βράκα, το ζωνάρι, το φέσι, σε σκούρους χρωματισμούς και με λιτά διακοσμητικά στοιχεία, αντλεί την καλαισθησία της από την απέριττη απλότητά της δίχως την παραμικρή διάθεση προβολής και εντυπωσιασμού.
Γενικά η καθημερινή ενδυμασία του Κύπριου αγρότη μοιάζει με την επίσημή του φορεσιά. Το κακοκαίρι φορούσαν λεπτές και κυρίως ανοικτόχρωμες φορεσιές και το υπόλοιπο χρόνο πιο χοντρές και σκουρόχρωμες. Για τις Κυριακές, τις εορτές και τους γάμους επιλάγαν τη μαύρη βράκα. Κατά τα άλλα, φορούσαν μπλε βράκα το χειμώνα και άσπρη το καλοκαίρι. Στα βουνά η βράκα ήταν πιο στενή και το πίσω μέρος, η σέλλα, ήταν πιο κοντή. Στα βουνά επείσης το χρώμα της ανδρικής ενδυμασίας ήταν πιο σκούρο.
'Οταν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα, εορταστικό πουκάμισο του Κύπριου αγρότη ήταν μεταξωτό ή ημιμέταξο. Το κόψιμό του έμοιαζε με το γυκαικείο με πλατιά μανίκια, που διπλώναν ή είχαν πιέτες στο κάτω τους μέρος. Μόνο που η ανδρική πουκαμίσα ήταν πιο κοντή και έκλεινε στο πάνω μέρος. Στο Καρπάσι, στο ύψος του ώμου συνήθιζαν πολύ να προσθέτουν στις ραφές μακριές και στενές προσθήκες από βελονάκι διακοσμιμένες με χρωματιστές χάντρες, (πετρού(δ)ες).
Πάνω από το πουκάμισο ο αγρότης φορούσε ένα πολύχρωμο γιλέκο που το χρώμα, το σχέδιο και το κόψιμο του ποικίλλε ανάλογα με την περιοχή. Τα ζιμπούνια ήταν με μανίκια και τα φορούσαν στη καθημερινή τους φορεσιά μόνα τους, ή σε συνδιασμό με το γιλέκο. Τα γιορτινά ή γαμπριάτικα γικέκα ήταν σταυρωτά και ιδιαίτερα κομψά, ραμμένα από βελούδο και τσόχα, διακοσμημένα με σειρίτια και γαϊτάνια, και συχνά κεντημένα με αντωπά λιοντάρια και πουλιά, σχηματοποιημένα φυτικά ή άλλα μοτίβά. Μπροστά έκλειναν με λοξή σειρά κουμπιών και για καλύτερη στο σώμα υπήρχαν στο άνοιγμα της πλάτης περαστές κορδέλες που έδεναν στο κάτω μέρος. Ο ίδιος τύπος επέζησε και στον 20ό αιώνα.
Ο επίσημα ντυμένος χωρικός αρεσκόταν να φορά ένα λουδούδι, ένα γαρύφαλο (μουσκοκάρφι) συνήθως, πίσω από το αυτό ή στην κουμπότρυπα του γιλέκου του.
Το χειμώνα οι αγρότες φορούσαν πάνω από τα ρούχα τους πανωφόρια/κάπες φοδραρισμένες με μαλλί προβάτου ή κατσίκας, που στην Κύπρο είναι ως καππότοι. Ο καππότος ήταν, συνήθως, σε σκούρο καφετί χρώμα, με κόκκινες ραφές ή γυρίσματα. Υπήρχαν και συγκεκριμένες γυκαικείες κάπες. Το χειμώνα επείσης, οι βοσκοί τύλιγαν το σώμα τους με ένα μακρύ (γύρω στο ενάμιση μέτρο) μάλλινο ύφασμα για να προγυλάγονται από το κρύο. Το ύφασμα αυτό ονομαζόταν αλάς. Οι αλάες και ήταν συνήθως άσπροι στο χρώμα, σπάνια όμως είχαν ένα μπλε σκούρο φόντο και ήταν διακοσμημένοι με διάφορα χρώματα.
Η κυπριακή ανδρική ποδίνα, ψηλή μέχρι τα γόνατα, κατασκευαζόταν από δέρμα τράγου. Το δέρμα των προβάτων το χρησιμοποιούσαν για αστάριν (φόδρα), γιατί απορροφούσε τον ιδρώτα του ποδιού. Η μπότα είχε χοντρό πέλμα, πάνω από δύο εκατοστά. Για να προστατεύονται τα άκρα του πέλματος, προσάρμοζαν σε αυτά τις ρίζες, χοντρά καφιά κωμοδρομίσιμα, δηλαδή σιδερένια. Μετά από το κάρφωμα γινόταν το τζίνωμα, δηλαδή στερέωναν το πάνω μέρος σχηματίζοντας κοχλία.
Τα δέρματα κολλούσαν με κόλλα που έφτιαχάν από βολβούς ναρκίσσου. Στο ράψιμο της ποδίνας χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για βελόνι σκληρές τρίχες από σβέρκο χοίρου βαμμένες στο αίμα του, για να σκληρύνουν περισσότερο. Το ράψιμο γινόταν σε σχήμα «οκτώ». Το δέρμα το έβρεχαν και το κοπάνιζαν με το μαρτέλλον, σφυρί με στρογγυλεμένη οπίσθια απόληξη, για να στρώσει και να δυναμώσει. Για τις ψηλές ποδίνες είχαν ξύλινα καλαπόδια, τις ζάμπες. Οι ποδίνες μπορούσαν να εναλλάσσονται στα πόδια, γιατί δεν ξεχώριζε το δεξί από το αριστερό, και αυτό γινόταν για να μη φθείρεται από το ίδιο μέρος το τακούνι. Διάκριση σε δεξί και αριστερό υπήρχε στις ευρωπαϊκού τύπου φράγκικες ποδίνες ή φραγκοποδίνες, που φορούσαν με την εορταστική φορεσιά.

Η κυπριακή παραδοσιακή κολλαριστή βράκα

Ο παλαιότερος μορφολογικός τύπος της ανδρικής κυπριακής ενδυμασίας ξεχωρίζει για την κολλαριστή βράκα, ένδυμα εντυπωσιακό, που από νωρίς είχε αρχίσει να εξαφανίζεται λόγω της ιδιαιτερότητας της κατασκευής του. Σημαντική είναι η πληροφορία του Γ. Σ. Φραγκούδη (1901) ότι «άλλοτε η βράκα ήτο κολλαριστή και οι νέοι διερχόμενοι τα σοκάκια ήσαν υπερήφανοι δια το υχηρόν φρου- φρου, το οποίον επροκάλει η κίνησις της βράκας, ως μίαν φοράν οι κολλαριστές σκαρπέτες των Κυριών. Τώρα όμως η κολλαριστή βράκα, εξέλιπε, μέχρις ότου εκλείψει όλως διόλου το βρακί από τας πόλεις, ένθα θριαμβεύουν τα φράγκικα». Η κολλαριστή βράκα που βλέπεται πιο πάνω αποτελεί μοναδικό ίσως δείγμα κολλαριστής κυπριακής βράκας.

Το κολλάρισμα της βράκας με τη μέθοδο του γιαλώματος ή στιβλώματος με γυάλινο κύλινδρο, που εφαρμοζόταν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, όπως στη Θράκη, στη Λέσβο και τη Σκύρο, ίσως ήταν κάποτε γνωστό και στην Κύπρο, αλλά δεν επέζησε ως μέθοδος. Εδώ το κολλάρισμα, τουλάχιστον στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, γινόταν κατά τον παραδοσιακό τρόπο με νισιαστό (ρυζάλευρο). Έβραζαν το ρύζι, το σούρωναν και αραίωναν με ζεστό νερό το ζουμί του.

Η φαρδιά πολύπτυχη βράκα είναι φτιαγμένη από λεπτό βαμβακερό ύφασμα, βαμμένο μαύρο και κολλαριστό. Τα ποδινάρια είναι φοδραρισμένα στο κάτω μέρος με άσπρο βαμβακερό πανί. Τα άκρα τους στολίζονται εσωτερικά με ριγωτό μεταξωτό σειρίτι, ενώ εξωτερικά περιτρέχουν το άνοιγμα τρεις σειρές μαύρα μεταξογάιτανα.

Το τταλαπουλούζιν: Το εορταστικό ζωνάρι της κυπριακής παραδοσιακής ανδρικής ενδυμασίας

Στις παραδοσιακές ανδρικές ενδυμασίες οι άνδρες τύλιγαν γύρω από το σώμα τους ένα μακρύ και στενό βαμβακερό και μάλλινο ύφασμα, που είχε μήκος συνήθως μέχρι τέσσερα μέτρα, και το χρησιμοποιούσαν για να κρατά τις βράκες. Το ζωνάρι αυτό είναι γνωστό στην Κύπρο ως ζώστρα και ήταν συνήθως μαύρο για τους γηρεότερους και κόκκινο για τους πιο νεαρούς. Τις δύο του άκρες είχε κρόσια που στην Κύπρο είναι γνωστά ως κλόσσι.
Κάτα τις εορταστικές μέρες και την ημέρα του γάμου τους, οι νεαροί άνδρες φορούσαν μια πολύχρωμη ζώστρα από μεταξωτό ύφασμα η οποία είναι γνωστή ως τταλαπουλούζιν. Ενώ οι καθημερινές ζώστρες ήταν εγχώριας κατασκευής, το τταλαπουλούζιν δεν παραγόταν στην Κύπρο, αλλά εισαγόταν από την Τρίπολη του Λιβάνου που τότε ανήκε στην Συρία.

Το κυπριακό παραδοσιακό ανδρικό κοντογούνι


Το κυπριακό παραδοσιακό ανδρικό κοντογούνι ήταν κάποτε ένα προνόμιο των Κύπριων μεγαλοαστών, των προύχοντων, και των δραγουμάνων. Κατά τα τέλη του 19ού αιώνα, οι μεγαλοαστοί υιοθέτησαν τα ευρωπαϊκά ρούχα, κρατώντας όμως το κόκκινο φέσι στην ενδυμασία τους. Το κοντογούνι, με τη σειρά του, υιοθετήθηκε από τους μεσοαστούς και τους μικροαστούς που εξακολουθούσαν ακόμη να φορούν την κυπριακή βράκα. Έτσι, έγινε μέρος της επίσημης φορεσιάς τους, και το φορούσαν πάνω από το εορταστικό τους γιλέκο.Το κυπριακό κοντογούνι είναι φτιαγμένο από μαύρη τσόχα και είχε μικρό όρθιο γιακά. Τα μανίκια, κάθετα ραμμένα στον κορμό, στενεύουν ελαφρά προς τα κάτω, όπου υπάρχει άνοιγμα και στρογγυλεμένο τελείωμα. Εσωτερικά, ολόγυρα στο λαιμό και στο στρίφωμα, υπάρχει στενή λωρίδα κόκκινης τσόχας, η οποία στο άνοιγμα του στήθους είναι λοξά κομμένη και φαρδαίνοντας προς τα κάτω καλύπτει ολόκληρη την μπροστινή πλευρά. Στην αριστερή εσωτερική πλευρά, πάνω στην κόκκινη τσόχα, είναι ραμμένη αγγειόσχημη τσέπη , φτιαγμένη από βελούδο και τσόχα. Το περίγραμμα της τσέπης, αλλά και όλα τα ανοίγματα, στολίζονται με μεταξογάιτανα και πολύχρωμα στριφτά κορδόνια. Τα άκρα των μανικιών είναι φοδραρισμένα σε μικρό ύψος, με μπορντώ υφαντή αλατζιά.

Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

Ο ξεχασμένος κυπριακός παραδοσιακός κωνικός σκούφoς



Κοιτάξτε καλά αυτό τον σκούφο γιατί πιθανότατα δεν θα τον έχετε ξαναδεί και μάλλον δεν πρόκειται να τον ξαναδείτε πουθενά αλλού. Δεν είναι ούτε από το Πακιστάν, ούτε από τις Ινδίες, ούτε από το Αφγανιστάν, αλλά ούτε και από το Ομάν. Ο κωνικός αυτός σκούφος είναι ατόφιος κυπριακός, και τον φορούσαν οι Κύπριοι άνδρες εδώ και χιλιάδες χρόνια. Επιβίωσε μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα στην απομονωμένη χερσόνησο της Καρπασίας και σε ορισμένες άλλες παρόμοιες περιοχές, αλλά πριν την έλευση των Οθωμανών στο νησί, η χρήση του ήταν ευρέως διαδεδομένη σε όλη την Κύπρο. Με την κάθοδο των Οθωμανών, οι Κύπριοι άρχισαν σίγα σιγά, πρώτα στις πόλεις και μετά στα χωριά, να τον αντικαθιστούν με το κόκκινο φέσι. Με την πάροδο των αιώνων, το φέσι έγινε ένα αναπόσπαστο μέρος της ανδρικής κυπριακής ενδυμασίας, τόσο των Ελλήνων όσο και των Τούρκων, καθώς ο κυπριακός σκούφος παραμερίστηκε. Στις αρχές του 20ού αιώνα τον βρίσκουμε να διατηρείται παράλληλα με το φέσι μόνο σε συγκεκριμένες περιοχές του νησιού, και ιδιαίτερα στο Καρπάσι. Η ύπαρξη του στις μέρες μας έχει λησμονηθεί εντελώς και σχεδόν κανένας δεν θα τον αναγνωρίσει, πόσο μάλλον να τον φορέσει ως μέρος της ανδρικής κυπριακής ενδυμασίας.
Ο κυπριακός, και πιο συγκεκριμένα, ο καρπασίτικος κωνικός σκούφος κατασκευάζεται από άσπρο χασέ και είναι φοδραρισμένος με άσπρο βαμβακερό ύφασμα. Τα δύο υφάσματα είναι ραμμένα μεταξύ τους με τη βελόνα, έτσι ώστε στην κορυφή να σχηματίζονται πυκνοί ομόκεντροι κύκλοι με γαζί καμωμένο στο χέρι. Γύρω από το κομμάτι της κορυφής είναι ραμμένη σουρωτά μια λωρίδα υφάσματος, με τρόπο ώστε να σχηματίζονται σε όλη την επιφάνεια επάλληλες τεθλασμένες γραμμές που διακόπτονται από πράσινες και κόκκινες πετρού(δ)ες ραμμένες σε κατακόρυφες σειρές. Στο κάτω μέρος κέντημα σε τρυπητή βελονιά καλύπτει τα τριγωνικά τμήματα που δημιουργούνται μεταξύ των τεθλασμένων γραμμών με περαστές χάντρες.


Η πιο πάνω φωτογραφία που πάρθηκε στα τέλη του 19ού αιώνα απεικονίζει δύο Καρπασίτες να φορούν τον πανάρχαιο κυπριακό κωνικό σκούφο, που φαίνεται να μην χωράει όλο το κεφάλι τους, πάνω από τα άφθονα και μακριά τους μαλλιά. Πιθανόν να μην γνώριζαν τότε ότι επρόκειτο να ήταν και η τελευταία γενιά που θα τον χρησιμοποιούσε.


Κυπριακό άγαλμα του 5ού αιώνα π.Χ. που παριστάνει Κύπριο με κωνικό σκούφο. Τον ίδιο σκούφο τον βρίσκουμε σε αγάλματα και αγαλματίδια με ανδρικές μορφές χιλιάδων ετών. Ο κυπριακός κωνικός σκούφος μάλλον θα έχει την προέλευσή του από την Φρυγία.


Θα είναι πολλοί από εμάς που θα έχουν αναρωτηθεί τί είδους σκούφου είναι αυτός ο παράξενος, μυτερός στην κορυφή, σκούφος που φοράει ο Κύπριος Άγιος Σπυρίδωνας στο κεφάλι του. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι ελάχιστοι από εμάς σκεφτήκαμε ότι είναι ο κυπριακός κωνικός σκούφος. Και πως να το σκεφτούμε, αφού δεν γνωρίζαμε για την ύπαρξή του. Να όμως τώρα που το μάθαμε.