Σελίδες


Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

" Ο Άης Βασίλης " - Μιχάλης Ττερλικκάς


  

 Μιχάλης Ττερλικκάς "Των Γεννών τζαι της Λαμπρής" Ο Άης Βασίλης

Παραδοσιακά κάλαντα Πρωτοχρονιάς Κύπρου από τον Χρήστο Σίκκη



Πάλι ακούσετε άρκοντες
τζι' ήρταμεν να σας πούμεν
πως αύριον είναι γιορτή
τζιαί πρε... τζιαί πρέπει να χαρούμεν

Αύριον εν Αρχιχρονιά
πρώτη Ιανουαρίου
όπου γιορτάζεται παντού
τ ' Αγί... τ ' Αγίου Βασιλείου

Ζητώ χάρην που τον Θεόν
τα λόγια μου να δέσω
τον Άγιον Βασίλειον
να σας... να σας τον επαινέσω

Που τον αφέντην τον Θεόν
ήτανε φωτισμένος
τζι στων γραμμάτων την σπουδήν
σοφί... σοφίαν πλουμισμένος

Γέννημαν της Καισσάρειας
βλαστός Καππαδοκίας
τζιαί ποιητής θεόπνευστος
της θει... της θείας λειτουργίας

Πρωτομηνιά, Πρωτoχρονιά
τζιαί πάλ ' αρχή του Λόγου
τζιαί ' μεις καλός σας ήβραμεν
να ζιεί... να ζιείτε τζιαί του χρόνου

εις πολλά τα έτη

Κρητικά Κάλαντα Πρωτοχρονιάς


Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014

Tα Κορφιάτικα Χριστούγεννα


Κείμενο π. Αθανάσιος Τσίτσας

Τα σύγχρονα κερκυραϊκά Χριστούγεννα είναι βέβαιο ότι δεν μπορούν να χαρακτηριστούν, λόγω ιδιαιτερότητας, ως Κορφιάτικα. Τα Κορφιάτικα Χριστούγεννα χαρακτηριζόταν από μια μακρυά εισαγωγή που σαν μια μουσική συμφωνία άρχιζε με δειλά και χαμηλά accorda για να εξελιχθεί κανονικά φτάνοντας σ’ ένα finale maestoso con brio την παραμονή της μεγάλης γιορτής. Δύο μήνες πριν, από την γιορτή του αγίου Γερασίμου (20 Οκτωβρίου) έκαναν την εμφάνισή τους οι πρώτοι μαντατοφόροι: οι τηγανίτες. Τότε άναβαν, κυρίως τα βράδια, οι φουγέρες κάτω από τα βόλτα της Πίνιας και άχνιζαν τα καζάνια με το βραστό λάδι, απ’ όπου έβγαιναν ξανθόχρυσες, τραγανιστές και ολοστρόγγυλες οι τηγανίτες. Λίγα τα καζάνια στην αρχή, πλήθαιναν ιδιαίτερα με το έμπα του Δεκέμβρη, για να φτάσουν στο φόρτε τους το τριήμερο του Αγίου, οπότε δεν έσβηναν παρά την τρίτη μέρα, με τα μπάσματα, για να ξανανάψουν του χρόνου τον Οκτώβρη.
Με το προχώρημα του χειμώνα, έφτανε στις 14 Νοεμβρίου η γιορτή του αγίου Φιλίππου, αποκρηά της νηστείας των Χριστουγέννων και επίσημος εκκλησιαστικός εγκαινιασμός του προεόρτιου κλίματος. Τότε άρχιζε το Σαρανταήμερο, που εξασφάλιζε με τολμηρές εναλλαγές ανάμεσα σε pianissimo και forte, σε ασταμάτητο δηλαδή ψιλοβρόχι και εκρηκτικές νεροποντές, που οι Κερκυραίοι ονόμαζαν σύλληψη, την μουσική επένδυση της περιόδου, που επεκτεινόταν μάλιστα ως τα Φώτα, μια και σύμφωνα  με τη λαϊκή δοξασία, έπρεπε να βαπτιστούν ή να αγιαστούν τα νερά για να σταματήσει η βροχή.
Το Χριστουγεννιάτικο κλίμα γινόταν περισσότερο αισθητό τις πρώτες δεκεμβριάτικες μέρες με τις γιορτές των τριών αγίων: Βαρβάρας, Σάββα και Νικολάου: Νικολίτσι, Βαρβαρίτσι κι άη Σάββας εις τη μέση. Τότε ένοιωθαν αναμφίβολα οι Κερκυραίοι ότι «Χριστού κατεβαίνει» (ας σημειωθεί ότι δεν ονόμαζαν τη γιορτή Χριστούγεννα, αλλά «του Χριστού»). Εκεί όμως που η προεόρτια ατμόσφαιρα γινόταν ψηλαφητή ήταν οι μέρες της γιορτής του αγίου Σπυρίδωνος, τα πρώτα Χριστούγεννα των Κερκυραίων. Τότε γινόταν και η πρώτη σφαγή των γάλλων, γιατί οι Κορφιάτες ακόμη και τα χρόνια εκείνα που τηρούσαν πιστά και απαράβατα την Χριστουγεννιάτικη νηστεία, πάσχαζαν στη μνήμη του Προστάτη κι έφερναν στο τραπέζι τους την ημέρα αυτή το πατροπαράδοτο αυγολέμονο και ό,τι άλλο συνηθιζόταν τα Χριστούγεννα. Και δεν θα πέφταμε και πολύ έξω αν λέγαμε ότι το τριήμερο του Αγίου ήταν και μια prova generale του χριστουγεννιάτικου τριήμερου.
Από τις μέρες αυτές και εξής αύξανε συνεχώς σε ένταση η προεόρτια δραστηριότητα και τα κάθε λογής μαγαζιά της πιάτσας, που περνούσαν συνήθως τον άλλο καιρό in sordina, αποκτούσαν ιδιαίτερη κίνηση και ζωηράδα. Τα μανάβικα δικεκδικούσαν την πρώτη θέση στον άτυπο διαγωνισμό αφθονίας και στολισμού. Από κοντά τα κρεοπωλεία πρόβαλλαν άλλη έκφραση της αφθονίας, που γινόταν εντονότερη σε εποχές που τις χαρακτήριζε, τουλάχιστο για τον πολύ λαό, ολοχρονίς η φτώχεια. Ούτε και τα μπακάλικα υστερούσαν στην κοινή προσπάθεια, όπως και τα άλλα μαγαζιά. Ακόμη και η αγορά των ρούχων και των παπουτσιών ήταν απόλυτα συνδεδεμένη με τη γιορτή των Χριστουγέννων. Το μέτρο αυτής της περιπτωσιακής εμπορικής δραστηριότητας έδινε και ο μεγάλος αριθμός από τις μπάνκες, τα κινητά μαγαζιά που στήνονταν πρόχειρα τις παραμονάδες τόσο στο δρόμο της Πόρτας Ριάλας όσα και στα βόλτα του Αγίου Αντωνίου, πουλώντας είδη μαναβικής και ξηρούς καρπούς. Οι ευκαιριακοί μαγαζάτορες, μάλιστα, για να προφυλαχτούν από τις ευκαιριακές βροχές του Σαρανταήμερου, κάθονταν κάτω από τα βόλτα. Θυμούνται μάλιστα οι παλιότεροι, ότι σε τέτοιες στιγμές κατακλυσμού, οπότε η πιάτσα ερημωνόταν, οι άνθρωποι εκείνοι ενώνονταν σε πρόχειρα κόρα και ψάλλανε το «Η γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός ημών» στο ντόπιο ιδίωμα και με τέτοια αρμονία που θα την ζήλευαν οργανωμένα συγκροτήματα.
Εκείνο που έδινε περισσότερο από κάθε άλλο τον τόνο της γιορτής ήταν η πολυκοσμία, που ιδιαίτερα το βράδυ, κατέληγε στην πιάτσα, όπου, όταν μάλιστα ο καιρός ήταν καλός, δυσκολευόταν κανείς να περπατήσει και πιο πολύ να μιλήσει, μια και οι φωνές των πουλητάδων που διαλαλούσαν τα αγαθά τους και των αγοραστών που συνδιαλέγονταν μαζί τους, όπως και οι ανταλλαγές των ευχών, προκαλούσαν εκκωφαντικό θόρυβο. Σε τούτη την πολυφωνία δεν είχαν μικρό μέρος τα χαρμόσυνα σημάματα των εκκλησιών, κυρίως στο τέλος της βραδινής ακολουθίας με πρωτοστασία του καμπαναριού του Αγίου. Ακόμη οι συντροφιές εκείνων που έψαλλαν (όχι μοιρολογούσαν) τα κάλαντα με το κορφιάτικο μέλος, με την συνοδεία βιολιού, κιθάρας και μαντολίνου, είχαν ιδιαίτερη συμβολή στο ηχητικό μέρος της γιορτής, όπως επίσης οι μικρές ομάδες μουσικών των Φιλαρμονικών μας που περνούσαν από μαγαζί σε μαγαζί κι από σπίτι σε σπίτι  για να παίξουν το καθιερωμένο μουσικό κομμάτι σε δύο μέρη, σύντομο κι αργό, και να ευχηθούν.
Ένας άλλος τομέας του γιορταστικού χαρακτήρα ήταν στο σπίτι. Η προεόρτια ετοιμασία άρχιζε μέρες πριν τη γιορτή με καθαρισμό σε βάθος που έφτανε ως το άσπρισμα της κουζίνας, το λουστράρισμα των ασημικών, των μπρούτζων και των χαλκωμάτων. Η όλη επιχείρηση κορυφωνόταν με το στρώσιμο του τραπεζιού, το οποίο δεν ξεστρωνόταν και τις τρεις μέρες των Χριστουγέννων, κατά απαράβατη συνήθεια, με το χωμί και το μποτσόνι με το κρασί να είναι επάνω του, μετά από κάθε γεύμα ή δείπνο. Την πρώτη μέρα οι Κορφιάτες διατηρούσαν με φανατισμό τη συνήθεια του αυγολέμονου για το γεύμα. Από κρέατα, εχτός από το μοσχάρι της σούπας, παρέθεταν το χοιρινό μπούτι, παραγιομισμένο με σκόρδο και αλατοπίπερο και ψημένο στο φούρνο, και το αρνάκι, συνήθως με πρωτόλειες ντόπιες αγκινάρες, που είναι όντως νοστιμότατες. Ο γάλλος είχε την τιμητική του τη δεύτερη μέρα. Ψηνόταν στο σπίτι, στο φούρνο, παραγεμισμένος με ομελέττα, με κάστανα και κουκουνάρια και γέμιζε το σπίτι με την μοσχοβόλια του, πράγμα που με τη σειρά του προκαλούσε την γενική ανυπομονησία. Την δεύτερη μέρα φτιάχνανε οι νοικοκυρές συνήθως και το μπουντίνο, ψηλό κορφιάτικο παστίτσο σκεπασμένο με γλυκιά κρούστα. Τα γεύματα συμπλήρωναν τα αλλαντικά, το νούμπουλο, το σαλάδο και τα τυριά.  Δεν έλειπε η μουστάρδα, αγορασμένη από του Στράτη ή του Παπαγιώργη. Ακολουθούσαν τα φρέσκα φρούτα της εποχής και τα συκοκάρυδα, ιδίως οι συκομαϊδες που συντρόφευαν, ως αργά το απόγευμα, το ντόπιο αρετσίνωτο κρασί, άσπρο ή μαύρο. Όσο για τα γλυκά, κυριαρχούσαν αυτές τις μέρες το κερκυραϊκό μαντολάτο και οι κουραμπιέδες, μ’ ένα ολόκληρο αμύγδαλο από κάτω. Οι τελευταίοι κατασκευάζονταν συνήθως στο σπίτι και η επιτυχία τους αποτελούσε ένα ακόμη δείγμα για την επιδεξιότητα της νοικοκυράς.
Ιδιαίτερος διάκοσμος του σπιτιού δεν υπήρχε εκτός από το χριστουγεννιάτικο δένδρο, καθόλου κορφιάτικο, όπως καθόλου ελληνικό, που όμως ήδη είχε μπει στον τόπο μας, και που στολιζόταν κυρίως με καρύδια χρυσωμένα, φρούτα και πάρα πολύ μπαμπάκι σε τούφες, μάρτυρας της βόρειας καταγωγής του. Για δώρα ούτε λόγος, αφού αυτά αποτελούσαν αποκλειστικότητα της Πρωτοχρονιάς.
Η εκκλησιαστική τάξη αυστηρά ορθόδοξη στο τυπικό. Ωστόσο, το ύφος της κορφιάτικης ψαλμωδίας, το δίχορο ψάλσιμο και ο χαρακτηριστικός τρόπος του καμπανοσημάματος αποτελούσαν τα βασικότερα στοιχεία ενός ξενικού επηρεασμού, που περνώντας όμως από το τοπικό χωνευτήρι αφομοιώθηκε κι αναπλάστηκε απόλυτα, έτσι ώστε να αποτελέσει την τοπική έκφραση. Από κοντά ο επίκαιρος στολισμός. Λουστράρισμα των ασημένιων σκευών ώστε να λάμπουν, βάζα με λουλούδια και μυρτιές στα ντεπόζιτα των εικόνων, στρώσιμο του δαπέδου με δαφνόφυλλα, και κεριά, κεριά πολλά και κάτασπρα. Και όλα αυτά σ’ ένα χώρο ιδιαίτερα λαμπρό και κοσμημένο, όχι με μια αυστηρή εικονογράφηση, που ασφαλώς συμβάλλει στη μυσταγωγική κατάνυξη, αυτό πρέπει να το ομολογήσουμε, αλλά με μια κοσμική μεγαλοπρέπεια ενός βενετσιάνικου σαλονιού (μνημονεύουμε μόνο την επένδυση των τοίχων με ταπετσαρία, τους φορητούς πίνακες, την διακόσμηση της οροφής). Έτσι οι Κορφιάτες πήγαιναν, όπως και πηγαίνουν, με ευλάβεια την ημέρα της μεγάλης γιορτής στην εκκλησιά τους, να προσκυνήσουν το νεογέννητο Χριστό, μοιάζοντας όμως πιο πολύ με τους Μάγους «της Ανατολής τους βασιλεύοντας», έστω και χωρίς δώρα, παρά με τους ταπεινούς Ποιμένες της Βηθλεέμ.    
Κορφιάτικα Χριστούγεννα. Όπως και τόσες άλλες ιδιαιτερότητες, καταγράφονται πια στον τόμο των αναμνήσεων. «Παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου» κι από τον κανόνα δεν εξαιρείται η περίπτωση. 

πηγή